Ο σκηνοθέτης ενδιαφέρεται για τη νοοτροπία, το στάτους του σταρ που απέκτησε μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, και τον έρωτά του με την Μπίλι Φρεσέτ, μια κοπέλα με γαλλική και ινδιάνικη καταγωγή. Πρόκειται για μια κινητική, σκηνοθετικά ανήσυχη ταινία, με εντυπωσιακές στιγμές και βαρετό σενάριο. Ο Ντεπ συλλαμβάνει την ψυχή του ρόλου (για το περίγραμμα δεν συζητάμε, είναι εξπέρ σ’ αυτά), αλλά δεν έχει και πολλά να κάνει.

Την περίοδο της Οικονομικής Ύφεσης στην Αμερική, ο Τζον Ντίλιντζερ ήταν ο πλέον καταζητούμενος γκάνγκστερ της χώρας, με «ειδικότητα» στις αστραπιαίες ληστείες τραπεζών. Μάλιστα, είχε καταφέρει να δημιουργήσει γύρω από το όνομά του έναν τέτοιο αστικό μύθο, που τον παρουσίαζε ως σύγχρονο Ρομπέν των Δασών κι υπερασπιστή των αδυνάτων, καθώς ήταν αφενός τόσο ικανός και χαρισματικά επιδέξιος που καμία φυλακή δεν μπορούσε να τον περιορίσει και αφετέρου τόσο λαοφιλής που όποιος τον καταδίωκε προκαλούσε τη λαϊκή μήνη. Ο Μέλβιν Πέρβις ήταν ο «ήρωας» του μετέπειτα FBI, ο εντεταλμένος από τις Αρχές και τον πανίσχυρο Χούβερ, τιμωρός που ανέλαβε να συλλάβει όλα τα μεγάλα ονόματα της Μαφίας, τους επονομαζόμενους «Δημόσιους Κινδύνους», ώστε να αποκατασταθεί η Αστυνομία στις συνειδήσεις των πολιτών.

Ο Μάικλ Μαν δεν μένει ασυγκίνητος από τη μετάβαση σε μια προχωρημένη τεχνολογία καταδίωξης. Είναι ένα από τα ενδιαφέροντά του σε μια ταινία που ξεκινάει με κέντρο βάρους τον Ντίλιντζερ και προσπαθεί να περιγράψει τον περίγυρο και τις συνθήκες. Με την αποκλειστική χρήση ψηφιακού βίντεο, αρνείται να γυρίσει μια ταινία εποχής για την εποχή εκείνη, σωστά σκεπτόμενος πως κάτι τέτοιο έχει γίνει (καλά) στο παρελθόν, από τον Κόπολα, τον Ντε Πάλμα και πολλούς άλλους σκηνοθέτες. Με την τεχνική που έχει ήδη δοκιμάσει στο Collateral και το Miami Vice, προσφέρει κίνηση με μια ευέλικτη κάμερα στο χέρι και μια διαφορετική παλέτα χρωμάτων, πάνω σε μια θεματιή που παραπέμπει σε μια σύγκρουση γιγάντων από τους αντίθετους πόλους του νόμου, όπως στην Ένταση, εκεί όπου ο εκπρόσωπος της τάξης κατανοεί τους λόγους για τους οποίους ο περιθωριακός εμμένει στις αρχές του. Αποφεύγοντας εντελώς το φιλμ, ή το συνδυασμό βίντεο και σελιλόιντ, κάνει θαύματα με τις βραδινές λήψεις, και δίνει ζεστασιά σε κοντινά, βάθος στα χρώματα της μέρας και γενικότερα έναν αμεσότερο τόνο σε μια ταινία που διαθέτει φούρια, κίνηση, και πλαστικότητα δυσπρόσιτη στην πλειοψηφία των σύγχρονων δημιουργών, που είτε στήνουν υπερβολικά τα πλάνα τους είτε καταφεύγουν στην αντίθετη λύση της βρόμικης, «ανεξάρτητης» κινηματογράφησης. Η σκηνοθεσία είναι πανέξυπνη - μάλιστα, μια ξένη συνάδελφος πολύ σωστά παρατήρησε πως η ταινία μοιάζει με το electronic press kit του Δημόσιου Κινδύνου, δηλαδή το υψηλής ευκρίνειας γύρισμα για την ταινία που καλούμασταν να δούμε. Ο Μαν μπορεί να ξαφνιάσει με τη δεξιοτεχνία του: για παράδειγμα, η ανταλλαγή πυρών στο δάσος, μια καταπληκτική, παρατεταμένη σεκάνς, είναι παρένθετη σε ντοκιμαντερίστικα πλάνα που δεν προετοιμάζουν για κάτι «σπουδαίο». Εκείνη που λείπει είναι η αυθεντική ραχοκοκαλιά. Ο Ντίλιντζερ είναι ένας αμφιλεγόμενος κακοποιός, αντίστοιχος ροκ σταρ της εποχής του και καταζητούμενος από τις Αρχές που επιθυμούν να ισορροπήσει το σύστημα στην καπιταλιστική ανάπτυξή του, μετά το κραχ. Ανήκει στους αγαπημένους άνδρες του Μαν, στους χαρακτήρες που δεν οπισθοχωρούν και που ο σκηνοθέτης δεν κρίνει ποτέ. Όμως ούτε ο ρόλος του Ντεπ ούτε και η νέμεσή του, ο Πέρβις του Μπέιλ, μπορούν να σταθούν με δραματικές αξιώσεις. Ο Μαν στήνει μια δίωρη καταδίωξη, πλαισιώνει τον ήρωα με τους κακούς, τους φίλους και την ταπεινή, γλυκιά αγαπημένη, αλλά δεν προχωράει. Ακόμη και το Miami Vice, που από πολλούς (κακώς) θεωρήθηκε η χειρότερη ταινία του, έχει μια ελλειπτική αφήγηση πιο πειστική από το σεναριακό κενό του Δημόσιου Κινδύνου.