Εκτός από χρώμα, στυλ, τη Βερούσκα και άλλα μοντέλα της μόδας, τα swinging ’60s, το mod Λονδίνο, τον Τζίμι Πέιζ και τον Τζεφ Μπεκ να τα σπάνε σε ένα κλαμπ (αν και τα γυρίσματα έγιναν στο στούντιο Έλστρι), σκηνές πάρτι και αχνιστό jazz rock σκορ από τον Χέρμπι Χάνκοκ, υποψηφιότητες για Όσκαρ σεναρίου και σκηνοθεσίας και Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες, το Blow-Up, το απαράμιλλο, αειθαλές γοητευτικό τεκμήριο των μέσων των ’60s, διέθετε κάτι που ποτέ δεν είχε καταδεχτεί να συμπεριλάβει στις ιταλικές ταινίες του ο Μικελάντζελο Αντονιόνι: story σε μια ας πούμε κανονική αφήγηση, που συνυπογράφεται από τον Τονίνο Γκουέρα, που επίσης βοήθησε στις αρχιτεκτονικές αφαιρέσεις τους τον Θόδωρο Αγγελόπουλο και τον Λουίς Μπουνιουέλ.

 

Ο πρωταγωνιστής/φωτογράφος (ο Ντέιβιντ Χέμινγκς που θυμίζει τον Ντέιβιντ Μπέιλι και αντικατέστησε την τελευταία στιγμή τον Τέρενς Σταμπ) έχει βαρεθεί να σπαταλιέται στη διαφήμιση και τις πόζες των όμορφων γυναικών που τον εκλιπαρούν για το μαγικό του κλικ και σε μια βόλτα στο πάρκο απαθανατίζει ένα ζευγάρι που ερωτοτροπεί, ώσπου η ανήσυχη γυναίκα τον καταδιώκει για να της δώσει πίσω το φιλμ. Το βράδυ ανακαλύπτει στον σκοτεινό του θάλαμο ότι ένας τρίτος σημαδεύει το ζευγάρι με όπλο. Επιτέλους, ο άνθρωπος που πάντα κοιτάζει, αλλά ποτέ δεν βλέπει, διέκρινε κάτι που τον ξύπνησε από τον λήθαργο, σε μια ταινία-παρένθεση μεταξύ της καθημερινής συνήθειας που καταντά ψευδαισθητική αποχαύνωση και ενός εξωτερικού ερεθίσματος, απειλητικού και θανάσιμου, μέχρι την επόμενη κατάδυση στη ναρκωμένη κραιπάλη της νύχτας. Υπάρχει πράγματι πτώμα; Όσο και το μπαλάκι των από μηχανής μίμων που παίζουν νοερά τένις στην περίφημη τελική σκηνή.

 

Το Blow-Up παραμένει η μοναδική ταινία του Ιταλού δημιουργού με ένταση και σασπένς, μια εντελώς διαφορετική περιπλάνηση που δεν εξαντλείται μόνο στις τρομερές σκηνές όπως στις άλλες δύο «εξωτικά» αγγλόφωνες περιηγήσεις του (Zabriskie Point, Passenger), σπαρμένες με σεναριακούς μαιάνδρους, συναρπαστικούς αν και χαοτικούς, αλλά πλαισιώνεται, εκτός από την προφανή ματιά του καλλιτέχνη στο αντικείμενό του, από μια αληθινή, διακαή επιθυμία και ένα ζωτικό δίλημμα της μνήμης την ύστατη στιγμή της αποτύπωσής της.