Η Βουγονία, παράδοξος και ελάχιστα οικείος όρος, ακούγεται ελληνική, σύνθετη λέξη αποτελούμενη από τον βού και τη γονή, αλλά ουσιαστικά είναι μεταγραφή από ένα ποιητικό έπος, επύλλιο για να είμαστε ακριβείς, του Βιργιλίου – και δεν νομίζω πως την έχουμε απαντήσει πουθενά αλλού. Πραγματεύεται την ανεφάρμοστη θεωρία πως από το πτώμα ενός ταύρου ή βοδιού, οι μέλισσες μπορούν να αναγεννηθούν, από μόνες τους, σαν ένα big bang μέσα από το κάκαδο του θανάτου, ένα θαύμα που μοιάζει περισσότερο με ευσεβή πόθο, σχεδόν ποιητικής χροιάς, παρά με επιστήμη. Τυχαιότητα, εκρηκτική και αναπάντεχη: η εναρκτήρια σκηνή της Bουγονίας περικλείει τη λανθιμική φιλοσοφία της ζωής (την ιερή randomness, που τελικά δεν μοιράζεται μόνο με τον Ευθύμη Φιλίππου, αλλά και με άλλους σεναριογράφους, όπως και με τον Γουίλ Τρέισι στην προκείμενη περίπτωση) που ξεπηδά μέσα από την παρακμή, ακριβώς εκεί που όλοι οι υπόλοιποι βλέπουν το οριστικό τέλος. Η παραλλαγή του Έλληνα σκηνοθέτη στην πρωτότυπη πηγή, το νοτιοκορεάτικο φιλμ του Τζανγκ Τζουν-Γουάν από το 2003, Save the green planet, έχει ως πρωταγωνιστή τον Τέντι (Τζέσι Πλέμονς, στην καλύτερη, πιο τεταμένη ερμηνεία του), έναν συνωμοσιολόγο μελισσοκόμο, που με τη βοήθεια του αργόστροφου και πιστού ξάδελφού του Ντον βάζουν μπροστά ένα φιλόδοξο σχέδιο απαγωγής της CEO μιας μεγάλης φαρμακευτικής εταιρείας, της εξόχως αυταρχικής και πειθαρχημένης, ανενδοίαστα ανάγωγης και με αυτοκρατορική συμπεριφορά Μισέλ (Έμα Στόουν), γιατί πιστεύουν ακράδαντα πως είναι υψηλόβαθμο ερπετοειδές και εξυπηρετεί τα συμφέροντα εξωγήινων από την Ανδρομέδα! Αν και τραβηγμένο, το ερασιτεχνικό κόλπο πιάνει και, όμηρος στο χαμόσπιτο των δυο losers, η κραταιά διευθύντρια περιορίζεται στον ρόλο ενός σαστισμένου πιονιού στα χέρια ενός ανθρώπου που δεν το συζητά καν πως η Γη έχει αιχμαλωτισθεί από δόλιους, πανίσχυρους μιμητές τού είδους μας. Μάλιστα, αποκαλύπτεται πως έχει έναν παραπάνω λόγο να μην είναι απλώς θύμα παραπληροφόρησης, ως κατώτερος υπάλληλος στην ίδια εταιρεία και γιος μιας άτυχης γυναίκας (Αλίσια Σίλβερστοουν) που έχει υποβληθεί σε αποτυχημένη πειραματική θεραπεία.
Την πλοκή ίσως τη γνωρίζετε από την original σάτιρα επιστημονικής φαντασίας, και τους αρμούς της, που διατηρούνται στο remake, μπορείτε να τους αναζητήσετε εύκολα. Αυτό που ενδιέφερε τον Λάνθιμο, όταν ήρθε στα χέρια του το σενάριο του Γουίλ Τρέισι, είναι ο συνδυασμός ενόχλησης και κωμωδίας που προκύπτει από μια υπερβολικά οργανωμένη, απαξιωτικά μοναχική, αναγκαστικά υπεροπτική superwoman των δυτικών αξιών, απέναντι σε έναν καταφρονεμένο, πιθανότατα κακοποιημένο χωριάτη, ωστόσο καλά διαβασμένο μέσα στην πλάνη του, με στέρεο λόγο και εκείνου του είδους την υπομονή που συναντάμε σε όσους δεν έχουν και τίποτε να χάσουν. Οι συγκρούσεις τους είναι ένας όζος παραλογισμού, που σκάει με κρότο και ματώνει όλα τα επίπεδα που καλύπτει η κατάμαυρη ημικωμωδία sci-fi τρόμου. Είναι περιπέτεια η Βουγονία, fun και πιο περίπλοκη απ’ ό,τι δείχνει, και αφηγηματικά γραμμική, πετυχαίνοντας να ανεβάζει την ταχύτητά της εσωτερικά, γιατί αλλάζει το υποκειμενικό βλέμμα στο bras de fer του Τέντι και της Μισέλ. Μέχρι το φινάλε, ο θεατής δεν είναι σίγουρος αν ο delulu απαγωγέας που μετράει ανάποδα μέχρι την κρίσιμη έκλειψη της Σελήνης για το καθαρτήριο ραντεβού με τα αφεντικά που φοβάται –αλλά και λαχταρά– έχει βρει κάποιο ψήγμα αλήθειας μέσα στον πόνο και το εφιαλτικό του ντελίριο, ή αν η καταραμένη εχθρός του, που την ξύρισε και την άλειψε με κρέμα για να μην επικοινωνεί με τη ναυαρχίδα της, είναι μια άριστη χειραγωγός ή όντως μια μασκαρεμένη πριγκίπισσα από άλλους πλανήτες – και αν ναι, ποιος είναι ο σκοπός της.
Οι διάλογοί τους, ένα αμάλγαμα απελπισίας, ανάστατων αποφάσεων και απολαυστικού παραλογισμού, φανερώνουν την παγίδα της πεποίθησης, όπως επισήμανε και η Στόουν: αν δεν έχεις καμία, δεν στέκεις πουθενά‧ αν πιστεύεις στη λάθος ιδέα, δεν σου είναι εύκολο να μετακινηθείς.
Ο σκοπός της ταινίας, που έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στη Βενετία και είναι η πρώτη του Έλληνα δημιουργού που δεν απέσπασε βραβείο σε μεγάλο φεστιβάλ, είναι να μιλήσει για την ατομική ευθύνη μέσα στο χάος μιας ασύντακτης, τυχάρπαστης κοινωνίας, τόσο μακρινής από την αξιοθαύμαστη αυταπάρνηση που δείχνουν οι μέλισσες με την εργασία και τη θυσία τους. Ο χώρος της Ακρόπολης, η μη παραχώρηση του οποίου στον Λάνθιμο αποτέλεσε ακανθώδες ζήτημα, δεν θα έπαιζε τον κεντρικό ρόλο στην ταινία που φαντάστηκαν όσοι διάβασαν το σενάριο για τους εντέχνως ανεπίσημους λόγους που επικαλέστηκε η θεσμική άρνηση χορήγησης της σχετικής άδειας – οι θεσμοί, την αλληγορία όχι μόνο δεν την πιάνουν, αλλά πολύ θα ήθελαν να την απαγορεύσουν, γιατί διαρκεί περισσότερο από το πρώτο σοκ του ρεαλισμού. Οι δημιουργοί ήθελαν την Ελλάδα για συναισθηματικούς λόγους, και όχι για να λερώσουν την ιερότητα του χώρου με περιεχόμενο υποτίθεται στείρα και μονοδιάστατα βίαιο – δεν θα αναπαραγάγουμε από διακριτικότητα, την οποία δεν είχαν αυτοί που παραβίασαν τη ρήτρα εμπιστευτικότητας και διέδωσαν συντηρητικές μουρμούρες. Ο Λάνθιμος θα είχε κάθε λόγο να είναι απογοητευμένος, ειδικά από την παρανόηση, αλλά το αποτέλεσμα έμεινε άθικτο, γιατί δεν βασίστηκε ποτέ σε location specificity. Στην τελική σεκάνς, η αλληλουχία της οποίας υπαγορεύθηκε περισσότερο από αισθητικό ένστικτο (αλλά και από το κλασικό τραγούδι «Where did all the flowers go», ερμηνευμένο από τη Μαρλέν Ντίτριχ), αντικαταστάθηκε με ένα λιγότερο διάσημο, ωστόσο ευδιάκριτα κυκλαδίτικο, αναγνωρίσιμο και πιο «ξένοιαστο» σημείο, ως μέρος μιας ειρωνικής, διφορούμενης κατακλείδας του αυτοκαταστροφικού ανθρώπινου πνεύματος, και ταυτόχρονα, φόρο τιμής σε ένα αριστούργημα από το 1964, το SOS, Μόσχα καλεί Πεντάγωνο – με ελλειπτικότερες αναφορές στο Κουρδιστό Πορτοκάλι ξεκίνησε η ταινία, και έκλεισε πάλι με homage στον Κιούμπρικ.
Στην κριτική του Αστακού, είχαμε διακρίνει πως ο Λάνθιμος, procedural στην Κινέτα, σκληρός στον Κυνόδοντα και αποστασιοποιημένος στις Άλπεις, έκρυβε έναν αισθηματία κάτω από τη μελετημένη φόρμα του, επιφύλασσε περισσότερη τρυφερότητα στους χαρακτήρες του, ήταν έτοιμος να μιλήσει για την αγάπη, πάντα μέσα από μια δύσκολη, σουρεάλ αναζήτηση. Στη Βουγονία, αποκαλύπτει έναν ρομαντικό, που όσο περνά ο χρόνος, μιξάρει με τόλμη και άνεση ήρωες και όρια. Η Έμα Στόουν, επιβεβαιώνοντας πως είναι εξωγήινων δυνατοτήτων ηθοποιός που μπορεί να κάνει τα πάντα, δεν είναι απλά μούσα και συνδημιουργός: είναι το φυλαχτό του, σε μια κινηματογραφική σχέση που ήδη αφήνει εποχή, και ελπίζουμε να συνεχιστεί σύντομα, μετά την αναγγελία του Λάνθιμου πως παίρνει time out από τη σκηνοθεσία.








- Facebook
- Twitter
- E-mail
0