Στην πρώτη του κανονικά έγχρωμη και αναπάντεχα σινεμασκόπ ταινία, που προβλήθηκε στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Βερολίνου, ο Γιάννης Οικονομίδης οικοδομεί μια γκανγκστερική περιπέτεια από τα υλικά που είναι οικεία και στις προηγούμενες ταινίες του, με την προσθήκη μιας ιδιότυπης αίσθησης χιούμορ κι ενός σαφώς ευδιάκριτου και προσβάσιμου στόρι που στο συγκεκριμένο είδος τον βοηθάει να αφηγηθεί τον Γολγοθά ενός ακόμα παθητικού δέκτη επαναλαμβανόμενης κακοποίησης, του Στράτου, ενός άνδρα που έκανε φυλακή στα νιάτα του για ένα έγκλημα πάθους και τώρα δουλεύει σε έναν φούρνο, εκτελεί συμβόλαια θανάτου, έχει ένα ανεξόφλητο χρέος και ανυπομονεί για την τελική του απόδραση, σε μια κοινωνία λερωμένη και απεχθή. Καμία αντίρρηση για το συμπαγές ύφος και τη στακάτη, μυαλωμένη διεύθυνση των ηθοποιών (από την «ερασιτέχνιδα» Πόπη Τσαπανίδου μέχρι τον πάντα εξαιρετικό Βαγγέλη Μουρίκη). Ωστόσο, η μανιέρα στους διαλόγους και η μεγάλη διάρκεια εμβολίζουν τη δραματικότητα και υπονομεύουν το σασπένς, όταν χρειάζεται η ταινία να περάσει από το μετέωρο στο επείγον.