Μαζί με άλλους καλεσμένους δημοσιογράφους, είδα την ταινία του συμπαθέστατου Ελληνοκύπριου Μάρκους Μάρκου στο Ευρωκοινοβούλιο των Βρυξελλών, μια ενδιαφέρουσα, μοναδική (καθώς δεν έχει ξαναπροβληθεί ταινία στον συγκεκριμένο χώρο) καθώς και ειρωνική εμπειρία, μια και την ίδια στιγμή, σε διπλανή αίθουσα, ο Έλληνας πρωθυπουργός με τους ομολόγους του συζητούσαν για τα γνωστά θέματα, στο γεωγραφικό κέντρο των πολιτικών αποφάσεων που τόσο θέλουμε να πιστεύουμε πως εθνικά μας ζημιώνουν. Μου θύμισε το παλιό περιστατικό στα Grammy, όταν ο Μικ Τζάγκερ παρέλαβε το βραβείο καριέρας για λογαριασμό ενός θρυλικού συγκροτήματος που ποτέ δεν είχε τιμηθεί για δουλειά του, λέγοντας μόνο «Το αστείο γυρνάει επάνω σας», απευθυνόμενος ουσιαστικά σε όσους χειροκροτούσαν, αλλά δεν τους είχαν ψηφίσει τόσα χρόνια. Το να παρακολουθείς μία κομεντί με θέμα την κατάρρευση της φούσκας ενός αυτοδημιούργητου ελληνικής καταγωγής και την επιστροφή του σε μια απλή οικογενειακή, very greek-cypriot επιχείρηση, που με λιγοστά μέσα και πρακτικό μυαλό προσπαθεί να ορθοποδήσει, είναι το κλείσιμο του ματιού σε μια Ευρώπη που ξεχνά τα μεγάλα της βάσανα και σκανάρει την περίπτωση της Ελλάδας, υπονοώντας μία λύση σαν κι αυτή που αναγκάστηκε να επιλέξει ο αλαζόνας Χάρης Παπαδόπουλος. Το «ανέκδοτο» διαβάζεται διπλά: ενώ η Ευρώπη μπορεί να ικανοποιηθεί με το downsizing ενός θρασύτατου νάνου, ο Έλληνας θα αναθαρρήσει, βλέποντας πως το δαιμόνιό του πηδάει τα εμπόδια του άτιμου συστήματος. Ο σκηνοθέτης μας εκμυστηρεύτηκε πως χρηματοδότησε μόνος του την ταινία από τα κέρδη μιας δικής του επιτυχημένης επιχείρησης διαδικτύου και, βλέποντας την απροθυμία των βρετανικών εταιρειών να αναλάβουν τη διανομή, σκέφτηκε αρχικά να την ανεβάσει δωρεάν στο Ιnternet, αλλά, αναθεωρώντας, κανόνισε να την προβάλει ο ίδιος σε συνεννόηση με ένα μικρό κύκλωμα αιθουσών, παίρνοντας ακόμα ένα πρωτότυπο ρίσκο. Το Παπαδόπουλος και Σια είναι ευχάριστο και καλογραμμένο, ισορροπώντας το δίδαγμα με τις έξυπνες παρατηρήσεις στη δυναμική της οικογένειας, ωφελείται από την αντίθεση μεταξύ του ζεν Στίβεν Ντιλέιν και του εκρηκτικού Γιώργου Χωραφά, εξελίσσεται αργά και κάπως προβλέψιμα και δεν αποφεύγει τα κλισέ, ειδικά στο στρογγυλεμένο και εύκολο φινάλε στο πολιτισμένο γκέτο του Λονδίνου.