Μια κωμωδία για το σεξ και τα χρήματα με πρωταγωνιστές ένα άγριο ζώο με το υποκοριστικό «μωρό», έναν αφηρημένο παλαιοντολόγο και μια κακομαθημένη κληρονόμο που κυνηγούν ένα ευμέγεθες κόκαλο (τη στύση, με άλλα λόγια) πετάει την ευπρέπεια στα σκουπίδια και γλεντάει τα ταξικά σχήματα για χάρη της απόλαυσης και της στιγμής.

 

Κι όμως, η Γυναίκα με τη λεοπάρδαλη απέτυχε εμπορικά στην εποχή της και ίσως ακόμη κάποιοι να τη βλέπουν ως προπολεμικό απολειφάδι, αδυνατώντας ίσως να αναγνωρίσουν την ευστροφία των καταιγιστικών διπλών νοημάτων και την ανόθευτη δύναμη της σκηνοθεσίας. Ο Χάουαρντ Χοκς, μαέστρος του γκανγκστερικού, λακωνικού, γρήγορου διαλόγου και πιο κοντινός συγγενής απ’ ό,τι κάποιος θα φανταζόταν στο screwball ιδίωμα, εκεί όπου η αγάπη δηλώνεται ψευδεπίγραφα και οι καταστάσεις αγγίζουν και συχνά ξεπερνούν τον παραλογισμό για να ξεδιαλύνει το μπέρδεμα των φύλων και των τάξεων, παρέλαβε δυο ηθοποιούς που είχαν δείξει πως μπορούν να παίξουν καλά και έκρυβαν μια πιο ανατρεπτική διάθεση από τα σενάρια που τους είχαν ήδη προσφερθεί.

 

Ο Κάρι Γκραντ ως Χάξλεϊ φασκιώνει το μπόι και τον αέρα του σκωπτικού τζέντλεμαν μέσα στο σκονισμένο κοστούμι του επιστήμονα που ψάχνει ένα εκατομμύριο δολάρια για την ανακατασκευή του πολύτιμου βροντόσαυρού του ‒ ένα έργο ζωής που τον απασχολεί νυχθημερόν και τον καθιστά αντικοινωνικό και ευγενικά μισάνθρωπο. Ετοιμάζεται να παντρευτεί τη miss Swallow (τη δεσποινίδα Καταπίνει δηλαδή…), αλλά με το που ρίχνει το βλέμμα της πάνω του η Σούζαν Βανς τον θέλει με κάθε κόστος. Η Κάθριν Χέπμπορν είχε ήδη ένα Όσκαρ για το μεσοβέζικο μελό Morning Glory και είχε ήδη διασταυρωθεί με τον Γκραντ στο Sylvia Scarlet, μια δραματική κομεντί μεταμφιέσεων του έμπιστού της Τζορτζ Κιούκορ. Αν και το ξεχασμένο φιλμ δεν λειτούργησε, με τον συμπρωταγωνιστή τα βρήκαν μια χαρά και ξανασυναντήθηκαν ευτυχισμένα άλλες δύο φορές την επόμενη διετία, στο λαμπερό και μελαγχολικό Holiday καθώς και στο υπέρκομψο, εμβληματικό Philadelphia Story, και πάλι του Κιούκορ.

 

Ωστόσο, στο Bringing up baby η τρέλα τους απογειώνεται σε δυσθεώρητα ύψη. Για πρώτη φορά βλέπουμε αυτό που η Χέπμπορν υποσχόταν από το ξεκίνημα της καριέρας της, δηλαδή να διαδώσει το ελεύθερο πνεύμα της και να αφήσει αχαλίνωτη την πιο άγρια πλευρά της. Κι αν σε πολλά από τα επόμενα βήματά της, ανεξάρτητα από την εισπρακτική επιτυχία ή την ουσιαστική ανταπόκρισή τους, στο τέλος συνθηκολογούσε με ένα συμβατικότερο ζευγάρωμα, εδώ εξαπολύει μια θηριώδη κούκλα στο πανί και δεν σταματά αν δεν επιβάλλει τη φύση της, ακόμα κι αν τα κάνει μαντάρα. Είναι σαν να γνωρίζει από πριν πως θα προκαλέσει χάος και, επειδή γεννήθηκε στα λεφτά και μεγάλωσε στα πούπουλα, η αίσθηση της ατιμωρησίας τής στερεί την αιδώ και το φρένο του κινδύνου ‒ αν πρέπει με τα χίλια ζόρια να μείνει μόνο μία ερμηνεία της Κάθριν Χέπμπορν στην κάψουλα του χρόνου, αυτή είναι η μία και χαρακτηριστικότερη, κι ας πέρασε ντούκου από το κοινό και τελείως απαρατήρητη από τα Όσκαρ, που εν γένει της φέρθηκαν γενναιόδωρα. 

 

Το χάος του Χοκς δεν είναι, φυσικά, ούτε στιγμή τυχαίο. Το σκηνικό είναι βασικά νυχτερινό, πρωτοφανές για ένα είδος που εκτυλίσσεται κυρίως τη μέρα και στα φανερά, και η φύση, με τον συμβολισμό της, παρεισφρέει στα αστικά σαλόνια ή στο μουσείο, και τα αναστατώνει. Το ματς του γκολφ είναι ίσως μία από τις πιο ζυγοσταθμισμένες διακοπτόμενες σεκάνς κωμωδίας όλων των εποχών και η συνεισφορά της βετεράνου Μέι Ρόμπσον, της κυρίας που θέλει να προσφέρει μια μικρή περιουσία, αλλά μοιάζει πιο τρελή και από μαγιάτικο λαγό είναι σημαντική σε μια ανταλλαγή μεταξύ δύο χαρισματικών ηθοποιών σε ένα είδος που τους ανακαλεί συνεχώς στην αταξία και τους προτρέπει να γίνουν πολύ ρεζίλι για να πετύχουν τον στόχο τους.

 

Κι ενώ η Βανς φαίνεται από την αρχή πως ταυτίζεται με την pet λεοπάρδαλή της για να σπείρει την αναρχία που μόνο οι αδελφοί Μαρξ έχουν καταφέρει έκτοτε, και πολλοί προσπάθησαν στη συνέχεια να επαναλάβουν (για παράδειγμα η Στράιζαντ με τον Ο' Νιλ στο What’s up Doc, του Πίτερ Μπονγκτάνοβιτς, ο οποίος ήταν λάτρης του Χοκς και σοβαρός μελετητής της δεκαετίας του 30, ούτως ή άλλως), το κρυφό χαρτί της ταινίας είναι ο βικτοριανά κουμπωμένος Χάξλεϊ του Γκραντ, ένας σέξι άνδρας που θέλγεται από το ζωώδες κάλεσμα της όμορφης επισκέπτριας στο καταπιεσμένο σύμπαν του και το υποψιάζεται στις ήρεμες στιγμές, αλλά αυτές είναι τόσο λίγες μπροστά στον συνωστισμό της δράσης, που δεν προλαβαίνει να σταθεί και να καταλάβει και σωματικά τι του συμβαίνει. 

 

Ο Γκραντ και η Χέπμπορν συνέχισαν ακάθεκτοι και απτόητοι μετά το Bringing up baby, θολώνοντας συνεχώς τα νερά έτσι ώστε δεν ήξερες κατά πόσο έπαιζαν έναν καινούργιο χαρακτήρα κάθε φορά ή προέβαλλαν σε παραλλαγές την ελκυστική, αρχοντική προσωπικότητά τους. Ωστόσο ήταν διαφορετικές περιπτώσεις. Ο Βρετανός ηθοποιός περίμενε τον «δημιουργό» του και τον βρήκε στο πρόσωπο του Χίτσκοκ. Η Χέπμπορν εμπιστευόταν τους σκηνοθέτες (εκτός από τον Μάνκιεβιτς, που τον έφτυσε), αλλά ένα φωτογενές αντανακλαστικό της πάντα αντιστεκόταν. Ο δε Χοκς δεν δίστασε μπροστά σε κανένα είδος, είτε γουέστερν, είτε κοινωνικό, είτε δράμα, είτε μιούζικαλ, είτε κωμωδίες, τελειοποιώντας αυτό που άρχισε στο Bringing up baby με το His girl Friday. Ο ιστορικός Λέναρντ Μάτλιν πολύ σωστά τον χαρακτήρισε ως τον σημαντικότερο Αμερικανό σκηνοθέτη που κανείς δεν θυμάται το όνομά του.