Το σενάριο είναι προσχολικού επιπέδου, οι διάλογοι προκαλούν πονοκέφαλο με την αφέλειά τους και ακόμη και ο Τομ Κρουζ, που στον ρόλο ενός εντελώς χαλασμένου, παρακμιακού σωσία του Άξελ Ρόουζ συλλαμβάνει με οίστρο την κινησιολογία και τη σπαταλημένη ψυχοσύνθεση του μονίμως μαστουρωμένου ροκ σταρ Στέσι Τζαξ, σκαλώνει στους ανιαρούς, ψιθυριστούς μονολόγους που καλείται να προφέρει. Το ερωτικό δραματάκι ανάμεσα στον νέο και τη νέα από την επαρχία που πάνε στο Λος Άντζελες της παραπαίουσας μουσικής βιομηχανίας του 1987 για να βρουν τη δόξα μέσα από τα τραγουδιστικά τους όνειρα είναι προσχηματικό και εντελώς αναμενόμενο, αλλά τα μουσικοχορευτικά νούμερα που σκηνοθέτησε ο Άνταμ Σάνκμαν σφύζουν από ενέργεια και καταφέρνουν να σχολιάσουν και να δώσουν μια χιουμοριστική διάσταση, ειδικά στην περίπτωση του «I can’t fight this feeling anymore», στα γνωστά τραγούδια. Δεν δέχομαι πως η ταινία κακοποιεί τη ροκ της εποχής, ακριβώς επειδή η ροκ της δεκαετίας του ’80, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, είχε ήδη κακοποιήσει τους προκατόχους των ’60s και ’70s, με τους σταρ του κομμωτηρίου με την ξασμένη λεοντή, την υπολογισμένη πόζα και τη μονότονη κακοφωνία χωρίς νόημα. Ανεξάρτητα από το αν η ποπ και η ροκ της νιότης μας έχει συναισθηματική αξία για τον καθένα από εμάς, υπάρχουν περιπτώσεις που το όλο πράγμα παρακμάζει όταν αρχίζει να μιμείται και να υπερβάλλει - στις πολιτικές επιστήμες η θεωρία του μηχανισμού απορρόφησης των κοινωνικών κραδασμών λέει πως κάθε κίνημα που διαταράσσει τον κοινωνικό ιστό αμβλύνεται και στο τέλος μένει το περίβλημα, έχοντας αποδιώξει στην ιστορική λήθη το περιεχόμενο και τους λόγους ύπαρξής του. Συνεπώς, η ροκ των ’80s προσφέρεται για μιούζικαλ μια χαρά, όπως οι Queen και οι Abba, λόγω της εγγενούς θεατρικότητας και της επιτήδευσης του στyλ. Και για να είμαστε ειλικρινείς, το Χόλιγουντ και το Mπρόντγουεϊ δεν έχουν τολμήσει ν’ ανεβάσουν το Bruce Springsteen-The Musical ακόμη...