Υπήρξε διαχρονικά αυτοαναφορικό το σινεμά του Λεός Καράξ κι αυτό εξηγεί την ισχνή εισπρακτική του πορεία. Με τη συχνότητα που εμφανίζονται εικόνες από το Holy Motors στα social media, για παράδειγμα, εύλογα θα φανταζόσασταν ότι είχε σαρώσει στα ταμεία. Κι όμως, στο τέλος της βραχύβιας καριέρας της στη χώρα μας, η ταινία με το ζόρι προσέγγισε τα 2.000 εισιτήρια – και αυτό σε εποχές παχιών αγελάδων για τις κινηματογραφικές αίθουσες. 

 

Μοιραία, κληθείς να απαντήσει φιλμικά στο ερώτημα των υπευθύνων του Πομπιντού «πού βρίσκεσαι, Λεός Καράξ;» για μια εικαστική έκθεση που δεν έγινε ποτέ –μα πόσο «καραξική» συγκυρία– ο σκηνοθέτης ανεβάζει την αυτοαναφορικότητα στη μεγάλη σκάλα. Και μοιραία, το εγχείρημα αυτό (μάλλον) ενδιαφέρει τους μετρημένους στα δάχτυλα θεατές που παραδοθήκαμε στο σαγηνευτικό κυνήγι της στιγμής που πρεσβεύει ο τρόπος του Καράξ, στον θρίαμβο του (εκάστοτε) τμήματος έναντι του χαοτικού (αλλά ποτέ ανερμάτιστου) συνόλου, γίναμε θαυμαστές ενός σινεμά προσηλωμένου στο παρόν του, οριακά αδιάφορου για τα συμβάντα του παρελθόντος του και απρόθυμου να υπολογίσει το μέλλον του.

 

Στην πραγματικότητα, ακόμα κι αν ο Γάλλος δημιουργός δεν είχε δηλώσει κάποτε ότι «κατοικεί σε ένα νησί που λέγεται σινεμά», η φιλμογραφία του θα είχε ήδη απαντήσει στο παραπάνω ερώτημα: ο Λεός Καράξ βρίσκεται στις εικόνες του. Τώρα, αν εκλάβουμε ως αξίωμα το κλασικό ρητό που μας προτρέπει να «μην πιστεύουμε ποτέ τι λέει ο δημιουργός, αλλά όσα μας λέει το έργο του», τι πρέπει να κάνουμε μπροστά σε κινηματογραφικά παράδοξα, όπου ο δημιουργός μάς απευθύνεται ευθέως και, ειδικότερα, τι στάση οφείλουμε να κρατήσουμε απέναντι σε μια ταινία σαν το C’est pas moi; Απάντηση δεν έχουμε, δίχως αυτό να καταργεί τη σκοπιμότητα της ύπαρξής της. Είναι, βλέπεις, ό,τι εγγύτερο θα πάρουμε από τον ίδιο σε προσωπική δήλωση, αν όχι σε αυτοβιογραφία. «Ένα πορτρέτο, σαν εκείνα των παλιών ζωγράφων, αλλά χωρίς να χρησιμοποιήσω καθρέφτη», όπως το περιέγραψε, «ιδωμένο από πίσω» – άρα πρόκειται για κατάδυση στον βυθό του μυαλού του. 

 

Σε αυτό το παράξενο, περήφανα γκονταρικό κολάζ διπλοτυπιών, υπότιτλων, μεσότιτλων και υπέρτιτλων, το προσωπικό αρχείο διαπλέκεται με το κινηματογραφικό στιγμιότυπο και το ιστορικό ντοκουμέντο. «Αυτός είναι ο πατέρας μου», ψιθυρίζει ο Καράξ και θα μας δείξει τον βιολογικό του πατέρα, τον Χίτλερ, που στιγμάτισε τον 20ό αιώνα, αλλά και τον Ζαν-Λικ Γκοντάρ, που όχι μόνο στάθηκε πνευματικός πατέρας αλλά είναι και το «άγιο πνεύμα» που καθοδηγεί την κάμερα-στιλό του δημιουργού σε αυτό το συναρπαστικό κινηματογραφικό δοκίμιο αυτόματης γραφής. 

 

«Εδώ είμαι εγώ με την αδελφή μου», θα συνεχίσει ο Καράξ, αλλά θα μας δείξει τα παιδάκια της θρυλικής Νύχτας του κυνηγού(1955) του Τσαρλς Λότον – είπαμε, ο ασυμβίβαστος δημιουργός κατοικεί σε έναν κόσμο πλασμένο από σελιλόιντ. «Είμαι ένας λευκός, στρέιτ άνδρας, γεννημένος τον 20ό αιώνα», ομολογεί, και στη συνέχεια επικαλείται τολμηρά τον Πολάνσκι, σε διαφορετικά στάδια της ζωής του. Kι ενώ κάθε πληροφορία που κομίζει αναφέρεται στον ίδιο άνθρωπο, ταυτόχρονα έρχεται σε αντίφαση με εκείνη που προηγήθηκε, σαν να αφορούσε κάποιον άλλο, αλλά και ως επακόλουθη αντίδραση. Πέρα την ανάδειξή μας σε σύνολο αντιφάσεων, ο Καράξ επιστρατεύει το πολανσκικό παράδειγμα για να καταδείξει πώς η Ιστορία με κεφαλαίο τροφοδοτεί την (προσωπική) ιστορία μας – με μικρό.

 

Για τα υπόλοιπα τριάντα λεπτά που διαρκεί, το φιλμ θα επιμείνει στην παραπάνω θέση, ενώ παράλληλα επιβεβαιώνει και καταρρίπτει διαρκώς αυτό το «c’est pas moi» του τίτλου, που μπορεί να μεταφραστεί ως «δεν είμαι εγώ αυτό που βλέπετε» αλλά και ως εκείνο το «δεν ήμουν εγώ» που ξεστομίζουν πονηρά τα μικρά παιδιά όταν έχουν κάνει μια σκανταλιά και θέλουν να μεταθέσουν την ευθύνη αλλού. Και όντως, δεν ήταν ο Αλέξ Kριστόφ Ντιπόν ο συγγραφέας αυτού του προκλητικού πονήματος αλλά το καλλιτεχνικό alter ego του, ο κατεργάρης Λεός Καράξ. Ο οποίος θα αφήσει τους τίτλους τέλους να πέσουν απότομα, υποσχόμενος εμμέσως ότι θα συνεχίσει τις κινηματογραφικές ζαβολιές και θα προσυπογράψει αυτή του την πρόθεση με μια σκηνή μετά τα credits, βγαλμένη από το καραξικό «διευρυμένο σύμπαν», κατά τα πρότυπα του στουντιακού σινεμά των καιρών μας. 

Eίναι πραγματικά αδιόρθωτος – κι ελπίζουμε να παραμείνει έτσι.