Το φετινό Φεστιβάλ Βενετίας ξεκίνησε με τους καλύτερους οιωνούς, με τις υπέροχα ουσιαστικές Παράλληλες Μητέρες (Parallel Mothers), δείγμα ωριμότητας του Πέδρο Αλμοδόβαρ, μια ταινία που εμβαθύνει στον κόσμο συναρπαστικών γυναικών με αδυναμίες και κουράγιο που ο Ισπανός δημιουργός έχει φιλοτεχνήσει επί δεκαετίες. Ο καλλιτεχνικός διευθυντής του φεστιβάλ Αλμπέρτο Μπαρμπέρα δεν αρνείται πως επεξεργάζεται σοβαρά και σταθερά ένα διορθωτικό σχέδιο στον συσχετισμό των γυναικών με τους άνδρες σκηνοθέτες που διαγωνίστηκαν για τον Χρυσό Λέοντα, αλλά και φέτος το ποσοστό είναι χαμηλό: μόλις πέντε γυναίκες, ανάμεσά τους η Τζέιν Κάμπιον, η Λίλι Άμιρπουρ και η Μάγκι Τζίλενχαλ, τοποθετήθηκαν στο επίσημο διαγωνιστικό πρόγραμμα, τρεις λιγότερες από πέρσι, και σίγουρα περισσότερες από το ιστορικό χαμηλό των μόλις δύο διαγωνιζομένων πρόπερσι. Ωστόσο, αρκεί μια ταινία του Αλμοδόβαρ, όπως το Madres Paralelas, για να εκπροσωπήσει επάξια τη σύνθετη φύση και τη γενναία ψυχή της γυναίκας, πέρα από τα υποχρεωτικά quotas και τα πιεστικά αιτήματα για συμπερίληψη.

 

Σε μία από τις πληρέστερες και πιο διεισδυτικές κριτικές για το Όλα για τη μητέρα μου, ο Γουέσλι Μόρις είχε αποκαλέσει την ταινία έναν ρομαντικό λαβύρινθο, έναν εξπρεσιονιστικό φόρο τιμής στους κινηματογραφικούς ήρωές του, από το Όλα για την Έβα του Μάνκιεβιτς και τον Τρούμαν Καπότε ως τον Ντάγκλας Σερκ και τον Τενεσί Γουίλιαμς, προσπερνώντας το κλείσιμο του ματιού σε ένα γοητευτικό μελόδραμα που συνδυάζει το άρλεκιν με τα κόμικς και τον υπερθετικό σχεδιασμό παραγωγής με υπέροχο διάλογο. Το κεφάλαιο έκλεισε διανύοντας έναν ένδοξο κύκλο και ο Αλμοδόβαρ δεν έχει ανάγκη να επαναλάβει το στυλιστικό σλάλομ.

 

Με τις Παράλληλες Μητέρες ο θεατής αισθάνεται επιτακτική την ανάγκη της αφήγησης μιας σημαντικότερης ιστορίας πέρα από το story, πιο μεγάλης από τον ίδιο, τις εμμονές ή την αυτοαναφορικότητά του. Οι βασικές ηρωίδες είναι μια φωτογράφος μόδας (Πενέλοπε Κρουζ, δύο χρόνια μετά το Πόνος και Δόξα, και πάλι εμπνευσμένη στα χέρια του αγαπημένου της σκηνοθέτη, που αυτήν τη φορά τής χάρισε το βραβείο καλύτερης ερμηνείας στο φεστιβάλ) και μια νέα κοπέλα (η Μιλένα Σμιτ, αμφίσημη και διαυγής), που γεννούν παράλληλα. Οι αφετηρίες τους είναι εντελώς διαφορετικές. Αν και η σύλληψη των παιδιών τους δεν είναι σχεδιασμένη, η Γιάνις, με όνομα δανεισμένο από την Τζάνις Τζόπλιν και μητέρα που πέθανε από υπερβολική δόση ναρκωτικών, επίσης στα είκοσι επτά της χρόνια, χαίρεται που θα γίνει μητέρα στα σαράντα της, ενώ η Σμιτ (η Αν στην ταινία) είναι θύμα βιασμού σε μια πολύ δυσάρεστη κατάσταση, όπου ο αποξενωμένος πατέρας της τη βοήθησε να μη γίνει σκάνδαλο και η μητέρα της (η εξαιρετική Αϊτάνα Σάντσεζ Γκιχόν) νοιάζεται περισσότερο για την καριέρα της ως ηθοποιού, που μόλις τώρα, κοντά στα πενήντα, ξεκολλά από το τέλμα, εκφράζοντας το χάσμα που διακρίνει την έλλειψη συνειδητοποίησης της παλιότερης γενιάς από την ουσιαστική χειραφέτηση της νεότερης.

 

Με ένα ψύχραιμο, περίτεχνα υπολογισμένο ξετύλιγμα της πλοκής, ο Αλμοδόβαρ και οι σταθεροί συνεργάτες του, από τον αδελφό του Ογκουστίν στην παραγωγή και τον Αλμπέρτο Ιγκλέσιας στη μουσική ως τον Χοσέ Λουίς Αλκάινε στη φωτογραφία και την Τερέσα Φοντ στο μοντάζ, μας οδηγούν στη συνειδητοποίηση της μητρότητας μετά τα πρώτα αναγνωριστικά στάδια, με πλοηγό την αταλάντευτη επιθυμία της Γιάνις να ξεθάψει και να αναγνωρίσει τα πτώματα των προγόνων των δικών της και των συγγενών της, οι οποίοι είχαν δολοφονηθεί στον πόλεμο, εξ ονόματος του χωριού στο οποίο μεγάλωσε. Στη διαδρομή, όπου ο μοναδικός άνδρας της ταινίας λειτουργεί ως φωνή της λογικής και από φαινομενικά διακοσμητικός προβιβάζει την αρχική ερωτική του επιθυμία σε συμμετοχή στην ευρύτερη οικογένεια που φτιάχνουν οι γυναίκες γύρω του, το δικαίωμα της μητέρας δεν κερδίζεται απλώς στα λόγια αλλά στον πόνο, στη διεκδίκηση, στην αποφασιστικότητα και στην πράξη.

 

Θυσιάζοντας το φαντεζί για την ουσία, ο Αλμοδόβαρ δεν εκθέτει μόνο τις ιδέες του, ντύνοντάς τες με τη φυσική του ευχέρεια στο υπερβολικό μελόδραμα και το ανακουφιστικά ακραίο χιούμορ, αλλά κλιμακώνει το δράμα του με άξονα τη σημασία της μνήμης. Μετά από μια σειρά αποκαλύψεων και ανατροπών, όπου τα δυο κοριτσάκια των ηρωίδων δεν έχουν δοθεί ακριβώς εκεί όπου έπρεπε (και αυτές είναι μερικές από τις συμπτώσεις που φλερτάρουν με σπόιλερ, αν αποκαλυφθούν), το δράμα κορυφώνεται με μια συμπυκνωμένη, λιτή τελική σκηνή, που κάλλιστα στέκει δίπλα σε εκείνη της Λίστας του Σίντλερ, σε «παράλληλο» επίπεδο.

 

Με αυτή την ταινία ο Αλμοδόβαρ αποδεικνύει για άλλη μια φορά πως δεν είναι ένας κομψός Ισπανός Κιούκορ ή επίγονος του Σερκ με γουστόζικη ντοπιολαλιά αλλά ένας δημιουργός που, όπως οι μούσες του στις πονεμένες ιστορίες του, κερδίζει το δικαίωμα να αποκαλείται «σκηνοθέτης γυναικών». Οι Παράλληλες Μητέρες είναι το οικογενειακό πετράδι για το οποίο μπορεί να αισθάνεται ιδιαίτερα υπερήφανος.