Το 1912, ένας καπουτσίνος μοναχός, ο γερμανικής καταγωγής Αμερικανός Θεόφιλος Ρίζινγκερ, εκτέλεσε τον πρώτο εξορκισμό σε μια 14χρονη, την Έμα Σμιντ ή Άνα Έκλουντ σύμφωνα με άλλες πηγές· ο πατέρας της την κακοποιούσε και τη βίαζε και η θεία της, η Μίνα, η ερωμένη του, είχε κατηγορηθεί ως παιδοκτόνος και μάγισσα – μην ξεχνάμε πως βρισκόμαστε ακόμα στο πνεύμα των προκαταλήψεων και της δεισιδαιμονίας του 19ου αιώνα. Το 1928 ξανασυναντιούνται για την ολοκλήρωση της «θεραπείας» της, αφού η πρώτη συνεδρία αποδείχθηκε αποτυχημένη, αυτήν τη φορά σε μια εκκλησία της Άιοβα με τη συνδρομή του ιερέα Τζόζεφ Στάιγκερ, ενός κληρικού με κλονισμένη πίστη μετά την αυτοκτονία του αδελφού του. Το χρονικό των επικίνδυνων εξορκισμών, που ήταν και οι τελευταίοι που επικυρώθηκαν επίσημα, καταγράφηκε σε ένα φυλλάδιο της καθολικής εκκλησίας κυκλοφορίας 1935 με τον τίτλο «Ύπαγε Σατανά» – μάλιστα, το περιοδικό «Time» φιλοτέχνησε το πορτρέτο του Ρίζινγκερ την αμέσως επόμενη χρονιά με λεζάντα, «ο μοναχός που πάλεψε με τους δαίμονες της Άιοβα». Μαζί με τις σημειώσεις του Στάιγκερ, το «Ύπαγε Σατανά» έπεσε στα χέρια του Γουίλιαμ Πίτερ Μπλάτι, ο οποίος το μελέτησε λεπτομερώς και από εκεί εμπνεύστηκε τον διαβόητο Εξορκιστή του, προτού τον μεταφέρει στο σινεμά ο Γουίλιαμ Φρίντκιν – η βασική ιστορία των δύο ιερέων/εξορκιστών που παραμερίζουν τις αμφιβολίες τους για να σώσουν ένα νεαρό δαιμονισμένο πλάσμα παραμένει ο κορμός, παρά τις προσθήκες.

 

Στην Ιεροτελεστία ο σκηνοθέτης Ντέιβιντ Μιντέλ σέβεται την πηγή και διατηρεί μια αυστηρή, κυριολεκτική, σχεδόν μοναστική προσέγγιση στην κινηματογράφησή του με τη νευρώδη κάμερα και τη ζοφερή ατμόσφαιρα, χωρίς να ξεφεύγει σε εξωπραγματικά εφέ και σύγχρονες μεθόδους σοκ, εκτός ίσως από τον υπερτονισμένο ηχητικό σχεδιασμό και την ταραγμένη κλιμάκωση που μπορείτε να φανταστείτε αν έχετε δει τα βασικά του ακόμη δημοφιλούς κινηματογραφικού είδους. Ο Στάιγκερ απεικονίζεται ως απόηχος του Father Carras, ένας ιερωμένος με προσωπικά θέματα που πρώτα οφείλει να απορρίψει την ψυχική ασθένεια στην περίπτωση του κοριτσιού (που κανονικά ήταν 40 ετών όταν δέχθηκε τους απανωτούς εξορκισμούς), ενώ ο Ρίζινγκερ παρουσιάζεται πεπεισμένος πως η Σμιντ είναι the real deal, ένας αγωγός του κακού, μέσα στην οποία κατοικοεδρεύουν με βέβηλη αυθάδεια ο Βελζεβούλης, ο Εωσφόρος, ο Ιούδας Ισκαριώτης και, βέβαια, ο πατέρας και η θεία της! Με την ηρεμία ενός ακλόνητου ζηλωτή, ο Αλ Πατσίνο δοκιμάζει βαριά προφορά και μετρημένους τρόπους για έναν Εξορκιστή πιο κοντά στον Μαξ φον Σίντοου παρά στον πρόσφατο του Ράσελ Κρόου και τους κωμικούς ακκισμούς του. Παρά τη διφορούμενη επεξηγηματική κάρτα στους τίτλους τέλους, η Ιεροτελεστία πατάει σε ένα θρησκευτικό ντοκουμέντο αλλοτινών καιρών για να το αναπαραγάγει χωρίς καμία φαντασία, ανιαρά και διαδικαστικά, με την πρόφαση «αφού το κατέγραψαν ως τέτοιο, ορίστε και εικονογραφημένο».