«Τα πράγματα που προτιμώ σ’ αυτόν τον κόσμο, οι λόγοι που ζω είναι τα βιβλία και οι γυναίκες. Για μένα, το σινεμά είναι ο ιδανικός τρόπος να τα ενώσω». Τάδε έφη Μπενουά Ζακό, αλλά ο «γάμος» αυτός δεν είχε αίσιο τέλος: ο 78χρονος δημιουργός των ταινιών Sade, Ημερολόγιο μιας καμαριέρας και Villa Amalia δέχθηκε καταγγελίες από τις παλιές πρωταγωνίστριές του, τις Ζιντίτ Γκοντρές, Ιζίλντ Λεμπεσκό, και άλλες δυο ηθοποιούς για σεξουαλική παρενόχληση και βιασμό όταν ακόμη δεν είχαν συμπληρώσει το 15ο έτος της ηλικίας τους, και μετά από δικαστική επιθεώρηση και αστυνομικό έλεγχο, με τον ίδιο τρόπο που κατηγορήθηκε και ο σκηνοθέτης Ζακ Ντουαγιόν, τέθηκε υπό επιτήρηση, ενώ η υπόθεση δεν έχει ακόμη κλείσει (πάντως, δεν φαίνεται να έχει κριθεί ένοχος ή να έχει περάσει χρόνο στη φυλακή). Αυτό συνέβη επίσημα τον Ιανουάριο του 2024, κι ενώ είχε ήδη γυρίσει την τελευταία, και έσχατη όπως όλα δείχνουν, ταινία του, μια ελεύθερη μεταφορά του Belle του master Ζορζ Σιμενόν από τη δεκαετία του ’50 με θέμα τον βίαιο θάνατο μιας νεαρής κοπέλας στο διαμέρισμα όπου τη φιλοξενούσαν η φίλη της μητέρας της, Κλεά, η οποία διατηρεί κατάστημα οπτικών, και ο σύζυγός της, Πιερ, ένας φιλήσυχος και αγαπητός στο σχολείο, που όχι συμπτωματικά λέγεται «Ζορζ Σιμενόν», μαθηματικός, ο οποίος συνήθιζε να την παίρνει μάτι από το υπόγειο ησυχαστήριό του και είναι ο τελευταίος που την είδε ζωντανή το βράδυ που έλειπε η γυναίκα του, πριν εκείνος πέσει, όπως ισχυρίζεται, για ύπνο. Οι υποψίες στρέφονται στον Πιερ, ο οποίος δεν δείχνει καμία διάθεση να αντισταθεί ή να ομολογήσει, να προσλάβει δικηγόρο ή να αγχωθεί για κάτι που δεν έχει κάνει, διατηρώντας μια παθητική στάση που η κοινότητα και οι Αρχές σπεύδουν να χαρακτηρίσουν αρνητικά – «στραγγαλιστή» τον αποκαλούν κάποιοι μαθητές του, ενώ το σχολείο τον συμβουλεύει να πάρει άδεια για να ηρεμήσει. Βυθισμένος στον κόσμο των αριθμών και απρόσβλητος από την τρέχουσα έννοια της ενσυναίσθησης, ο Πιερ (συνήθως ανέκφραστος ο Γκιγιόμ Κανέ, ο οποίος προς το τέλος μόνο αντικρίζει κατάματα τον αδιαμόρφωτο χαρακτήρα που υποδύεται), βρίσκει συνενοχή και κατανόηση στην Κλεά (Γκενσμπούρ), κάτι που δεν συνηθίζεται σε τέτοιου είδους δραματικά θρίλερ, την ίδια στιγμή που, χωρίς αποδείξεις, γίνεται σταδιακά αντιδημοφιλής, αντιμετωπίζοντας την τυπική προκατάληψη του μικρόκοσμου όπου ζει. Ένας μάλλον δυσάρεστος, το πολύ ύποπτος, έξυπνος και ελάχιστα χαρισματικός άνδρας είναι αυτόματα ένοχος μόνο και επειδή είναι ηδονοβλεψίας; Ο Μπενουά Ζακό ενδέχεται να ταυτίστηκε εν μέρει με τον Πιερ και να γύρισε τον Θάνατο της Μπελ με αφορμή τον αδόκητο χαμό μιας όμορφης νέας κοπέλας και την πρόχειρη δημόσια καταδίκη ενός άνδρα που, αν τα καταφέρει, θα την έχει γλιτώσει φτηνά – échappée belle, όπως ορίζει το γαλλικό λογοπαίγνιο με τον τίτλο. Ή, απλώς, είχε δρομολογήσει ήδη το γύρισμα της ταινίας πριν από τις καταγγελίες που τον αφορούν προσωπικά και συνέπεσε η έξοδός της στους κινηματογράφους με τις κατηγορίες, κάτι που έκανε τον Κανέ να λάβει τις αποστάσεις του, αρνούμενος να υποστηρίξει την προώθησή της – η Γκενσμπούρ δεν μίλησε, ίσως επειδή η θέση της είναι λεπτή, αφού ο συγκατηγορούμενος του Ζακό, ο Ντουαγιόν, είναι πατριός της, πατέρας της Λόλα και της Λου, των δυο αγαπημένων ετεροθαλών αδελφών της (όλες κόρες της Τζέιν Μπίρκιν). Το πραγματικό πρόβλημα της ταινίας είναι πως αγνοεί τους κανόνες του σασπένς, όπως το θέτει ο Σιμενόν στη γραφή του, και προσεγγίζει περισσότερο το κοινωνικό πρόβλημα μιας αμφίβολης καταγγελίας, όπως το έθιξε και το ανέδειξε θεαματικά η Ανατομία μιας πτώσης, χωρίς να σκάβει βαθιά ή να αγγίζει την ένταση του αριστουργήματος της Ζιστίν Τριέ.