Από την έγνοια για τους ηλικιωμένους, που διαπνέει το ντεμπούτο της, Plan 75, η Τσι Χιγιακάουα στρέφει τον νου της στο παιδί, ακολουθώντας την εντεκάχρονη Φούκι ένα καλοκαίρι στα τέλη των ’80s. To σχολείο τελειώνει, οι φίλοι της φεύγουν για διακοπές, ο πατέρας της πάσχει από ανίατη νόσο και η μητέρα της έχει εγκλωβιστεί στο κενό μεταξύ εργασιακής καθημερινότητας και νοσηλευτικής φροντίδας. Αυτό το δύσκολο καλοκαίρι η Φούκι καλείται να διασκεδάσει τον εαυτό της, να διαχειριστεί την ιδέα του θανάτου και, γενικότερα, του τέλους, και να μάθει περισσότερα για τον κόσμο των ενηλίκων, απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη. Ο θεατής βρίσκεται στο πλευρό της νεαρής ηρωίδας και βλέπει τον κόσμο μέσα από το βλέμμα της, δίχως, όμως, εκείνη την αλαφροΐσκιωτη ατμόσφαιρα ή την αίσθηση του δέους απέναντι στα πράγματα που συναντάμε σε αντίστοιχες ταινίες που διαθλούν το περιβάλλον μέσα απ’ το παιδικό βλέμμα – κι ας νιώθει η Φούκι, όπως κάθε παιδί της ηλικίας της, μια έλξη προς τη μαγεία. Η Χιγιακάουα επιλέγει αποσπασματική αφήγηση, όπως περίπου βιώνει ένα παιδί τον χρόνο που περνά και τα γεγονότα που το ξεπερνούν και αντιπαραβάλλει τα τελευταία (τα γεγονότα) με ένα βλέμμα που κυοφορεί την απορία και αιχμαλωτίζει την προσοχή – πολύ περισσότερα από ένα ακαταμάχητο μουτράκι κομίζει η νεαρή Γιούι Σουζούκι. Παραπέμποντας για ακόμα μια φορά στην ταπεινότητα και στον ανθρωποκεντρισμό του σινεμά του συμπατριώτη της Χιροκάζου Κόρε Έντα, η Χιγιακάουα στηρίζει μέρος της δραματουργίας της σε βλέμματα όλο νόημα και, μέσω μιας αβίαστης αναγωγής της μικρής χειρονομίας σε μείζον δραματικό γεγονός, κατορθώνει όχι μόνο να υπηρετήσει αλλά και να υπερβεί τη συνταγή μιας ταινίας ενηλικίωσης, με τη μικρή Φούκι να εξυψώνεται τρόπον τινά σε υπαρξιακή ηρωίδα, καλούμενη να διαφυλάξει τον τρόπο της παιδικότητάς της μπροστά σε γεγονότα που τον δοκιμάζουν, ενώ παράλληλα εξοικειώνεται και συμφιλιώνεται με τη μεγάλη τραγωδία της ανθρώπινης κατάστασης. Σινεμά χαμηλότονο, τρυφερό, απολύτως απαραίτητο.