«Οι λέξεις που θέλεις να πεις είναι αδύνατον να ειπωθούν μια συνηθισμένη μέρα σε ένα σχολείο στο Όσλο», ακούγεται να περιγράφει άβολα τις σκέψεις της η 17χρονη Τζοάν, ωστόσο ολόκληρη η ταινία κατακλύζεται από την ημερολογιακή καταγραφή του κεραυνοβόλου έρωτά της με την καθηγήτριά της στα γαλλικά, τη Γιοχάνα, και καθορίζεται από τις επιπτώσεις της ορμητικής επιθυμίας που νιώθει δυνατά και για πρώτη φορά. Τα Όνειρα, που παίχτηκαν για πρώτη φορά στη χώρα μας στις πρόσφατες Νύχτες Πρεμιέρας, είναι ένα κομψό δράμα που αποφεύγει την ηθικολογία γύρω από ένα ακανθώδες θέμα (που συχνά αντιμετωπίζεται με αδρές διαχωριστικές γραμμές και στερεοτυπικές κινηματογραφικές αφηγήσεις) και στρέφει την προσοχή του στα θολά, λεπτά όρια μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας. Σε σενάριο και σκηνοθεσία του σημαντικού Νορβηγού συγγραφέα Νταγκ Γιόχαν Ντάουγκερουντ, χτίζεται πάνω στη λογοτεχνικότητα της φόρμας του, αν και ξεφεύγει από το κυρίαρχο και συχνά εξαντλητικό voice over του προς μια ανθρώπινη, πιο συναισθηματική τροπή στο τελευταίο μέρος. 

 

Τα Όνειρα μοιάζουν με το μυθιστόρημα μιας σοβαρής έφηβης που ζωντανεύει μέσα από τη δική της αφηγηματική προοπτική. Η Τζοάν μοιάζει παγιδευμένη στην εμμονή της, κουρασμένη από την ιδέα του ανεκπλήρωτου, χαμένη σε μηχανικές κινήσεις χωρίς νόημα, ώσπου βρίσκει την κατάλληλη αφορμή να αποκαλύψει τον τρόπο που εκφράζει τον έρωτά της και ταυτόχρονα να αναμετρηθεί με τις τρεις γυναίκες που τη διαμορφώνουν: τη γυναίκα που ερωτεύεται, τη συγγραφέα γιαγιά της, που ενθουσιάζεται από τη γραφή της και την ενθαρρύνει να δημοσιεύσει την ιστορία της, και την ανήσυχη μητέρα της, η οποία, αν και δεν είναι ακριβώς πρότυπο για εκείνη, βρίσκει το συμβάν ενδιαφέρον και θέλει να μάθει τι έχει συμβεί. Αυτό ακριβώς αναζητά και ο θεατής ανάμεσα στις γραμμές: πρόκειται για υπαρκτή σχέση ή για ένα αποκύημα της πυρετώδους φαντασίας της, ένα ερωτικό όνειρο που έχει λάβει μυθιστορηματικές διαστάσεις στη σκέψη που μοιράζεται μαζί μας; Αυτόν τον διάλογο ανοίγει ο Ντάουγκερουντ, τοποθετώντας σε τοποθεσίες δηλωτικές της νορβηγικής πρωτεύουσας την Τζοάν, μια ηρωίδα που παύει να είναι μοιραία όταν αποφασίζει να ερμηνεύσει τα σκόρπια και αντικρουόμενα αισθήματά της μέσα από πειθαρχημένη πρόζα. 

 

Για να αποφευχθεί η σύγχυση, τα Όνειρα, αν και κυκλοφορούν στις κινηματογραφικές αίθουσες τρίτα στη σειρά, αποτελούν το δεύτερο μέρος της τριλογίας των ιστοριών του Όσλο με γενικότερο τίτλο Sex/Dreams/Love, και δεν έχουν καμία σχέση με την παλιότερη τριλογία του Όσλο του επίσης (γνωστότερου στους σινεφίλ) Νορβηγού Γιοακίμ Τρίερ, ούτε βέβαια με τα επίσης φετινά Όνειρα του Μίτσελ Φράνκο. Ασυνήθιστο δείγμα autofiction στο σινεμά, αν και ευρέως διαδεδομένη τεχνική στη λογοτεχνία, από τον Σελίν και τον Τζόις ως τον Μπουκόφσκι, τον Ροθ και την Ανί Ερνό, η κινηματογραφική υλοποίηση μιας μυθιστορηματικής αυτοβιογραφίας γοήτευσε τον πρόεδρο της κριτικής επιτροπής στο Φεστιβάλ Βερολίνου, Τοντ Χέινς, που της έδωσε τη Χρυσή Άρκτο.