Ένας θερμός χαιρετισμός στον πολυπράγμονα Γάλλο auteur και στην τόλμη του να αυθαδιάζει με την ψυχή του.

 

Στα 29 του χρόνια, ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ θεωρούσε εαυτόν αποτυχημένο και δεν παρέλειπε να εκδηλώνει την αδημονία για τη μετάβασή του πίσω από την κάμερα στα γραφεία των συνοδοιπόρων του στα «Cahiers du Cinéma». Ο Κλοντ Σαμπρόλ είχε ήδη σκηνοθετήσει το Beau Serge, ο Φρανσουά Τριφό ετοίμαζε βαλίτσες για Κάννες με τα 400 χτυπήματα, υποψιαζόμενος τον θρίαμβό του, ενώ ο ίδιος ζήλευε, έβραζε από ιδέες και αναρωτιόταν για τις ικανότητές του, καθώς τα σενάριά του δεν είχαν ακόμη βρει χρηματοδότηση. Χωρίς καν να έχει δοκιμάσει την τύχη του σε μεγάλου μήκους ταινία, ο Γκοντάρ βρέθηκε, από μόνος του, αντιμέτωπος με το δίλημμα «τώρα ή ποτέ», «σινεμά ή θάνατος»! Το 1959, ο απογοητευμένος Ελβετός αποδέχεται την πρόκληση… με κομμένη την ανάσα, και ρίχνεται στη μάχη μιας ανορθόδοξης ιστορίας, με πρωταγωνιστές τον καλό του φίλο Ζαν Πολ Μπελμοντό, μποξέρ με όρεξη, γλύκα και ελάχιστη πείρα, και την επιφυλακτική, μαγευτικά φωτογενή Τζιν Σίμπεργκ, ένα χολιγουντιανό πεφταστέρι στο Παρίσι της μποέμικης αβεβαιότητας, η οποία μόλις συνερχόταν από την κακοποίηση που είχε υποστεί από τον Ότο Πρέμινγκερ. Ο Γκοντάρ ήταν σίγουρος για το À bout de souffle, αν και ήταν ο μόνος που ήξερε τι ήθελε: ακόμη και ο οπερατέρ του, ο Ραούλ Κουτάρ, εκτελούσε τις αστραπιαίες οδηγίες του νευρικού master του ως εμβρόντητος εντολοδόχος, ευτυχώς με το σταθερό χέρι ψύχραιμου τεχνίτη. Με δάνεια από τους αγαπημένους του, τον Ρενουάρ και τον Μπέργκμαν, και τα γνωστά τσιτάτα που πυροβολούσε αντί κανονικών διαλόγων, η αποσπασματικότητα του Γκοντάρ εξελίχθηκε σε είδος από μόνο του, ένα συμπίλημα ετερόκλητων στοιχείων με jump cut μοντάζ, μικρές εμφανίσεις όλων των φίλων και συνεργατών του και χαρακτηριστική άρνηση κάθε ακαδημαϊσμού. Ο Ομπρί Ντιλέν και η Ζόι Ντόιτς (κόρη του σκηνοθέτη Χάουαρντ Ντόιτς, που έχει ξανασυνεργαστεί με τον Λινκλέιτερ) υποδύονται πειστικά την Αμερικανίδα και τον Γάλλο της φουριόζικης γκανγκστερικής κομεντί που έμελλε να ανατρέψει τα προγνωστικά, γράφοντας ιστορία. Κυρίως, ο νεοφερμένος Γκιγιόμ Μπαρμπέκ ποζάρει τέλεια ως Γκοντάρ σε μια ταινία μέσα στην ταινία, που γυρίστηκε στο πνεύμα και το ύφος του σκηνοθέτη, αλλά καταφέρνει να βρει τις ανάσες της. Όσοι γνωρίζουν πρόσωπα και πράγματα από το ευαγγέλιο του Με κομμένη την ανάσα μάλλον θα διασκεδάσουν περισσότερο με τις ανεκδοτολογικές ενθέσεις.

 

Υπό τον τίτλο του «Νέου Κύματος», ο Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ δεν επιχειρεί να καταγράψει το χρονικό της γέννησης του επαναστατικού ρεύματος που ξεπήδησε από την αποφασιστικότητα μιας ομάδας γραφιάδων, όσο να υπενθυμίσει ως παραβολή δημιουργικής επινοητικότητας τη μοναδική περίπτωση ενός ιδιοφυούς και εν τέλει πολύ πρακτικού καλλιτέχνη, στο πιο αξιομνημόνευτο και επιδραστικό ντεμπούτο στην ιστορία του σινεμά, φυσικά μετά από εκείνο του Γουέλς με τον Πολίτη Κέιν, που άλλωστε υπήρξε και το παράδειγμα προς μίμηση και αποφυγή για όλα τα μέλη των «Cahiers». Σπουδαγμένος ανθρωπολόγος και μηχανικός, εκτός από θεωρητικός με κατάρτιση και φλογερή πένα, ο Γκοντάρ παρατηρούσε και κατασκεύαζε ταυτόχρονα, όντας πιο μπροστά απ’ όσο οι συνεργάτες του μπορούσαν να συντονιστούν μαζί του, και όλο το γύρισμα του Με κομμένη την ανάσα ήταν μια κραυγή για εμπιστοσύνη, επιτακτική και συνάμα κωλοπαιδίστικη, κάτι που ο Λινκλέιτερ συνέλαβε απολύτως (και δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε πόσο ταυτίζεται μαζί του και τον θαυμάζει). Γυρισμένο σε ασπρόμαυρο, με αυθεντική όψη και σκηνογραφία, το Nouvelle Vague του παραγωγικότατου Αμερικανού ευτυχώς δεν αντιγράφει σκηνή προς σκηνή το original, όπως έκανε ο Γκας Βαν Σαντ στην άσκηση ευπειθούς αναφοράς στον δάσκαλο Χίτσκοκ. Ως άλλος Αμερικανός στο Παρίσι, ο Λινκλέιτερ αποτίνει θερμό χαιρετισμό στον πολυπράγμονα Γάλλο auteur και στην τόλμη του να αυθαδιάσει με την ψυχή του, αφού καιγόταν «να κάνει την πραγματική κριτική, που δεν είναι άλλη από την ίδια την ταινία», όπως συνήθιζε να λέει, και παράλληλα ωδή στην ακατάστατη τέχνη και το θράσος της νεότητας. Τελικά χρειαζόταν ένας Αμερικανός για να αποδώσει χαριτωμένα αυτό που οι Γάλλοι ίσως να αντιμετώπιζαν με σοβαροφάνεια, προσπαθώντας να το τιμήσουν επαρκώς.