«Η ζωή σου πρέπει να γίνει ταινία», συνηθίζουμε να λέμε όταν ακούμε προσωπικές ιστορίες που έχουν κάτι ιδιαίτερο. Ο Ρολάν Πέρεζ την έκανε βιβλίο, το βιβλίο έγινε best-seller και το best-seller διασκευάστηκε για το σινεμά, εκπληρώνοντας την προτροπή του περίγυρου του Πέρεζ, έστω και μέσω Λαμίας. 

 

Ο Ρολάν γεννήθηκε με ραιβοϊπποποδία και κατόρθωσε να περπατήσει κυρίως χάρη στο πείσμα της μητέρας του, στις προσευχές της και στη Σιλβί Βαρτάν και τα τραγούδια της, άρα χάρη σε τρεις βασικούς πυλώνες για το συντηρητικό κοινό, το οποίο αγκάλιασε την ταινία εντός Γαλλίας. Οι παραγωγοί ευελπιστούν να πράξει το αυτό και ένα ανάλογο κοινό εκτός συνόρων, για το οποίο μπορεί η Σιλβί Βαρτάν να μην έχει ανάλογη σημασία και εμβέλεια –σε αντίθεση με την Φρανσουάζ Αρντί π.χ., για την οποία ακούμε κι έναν αδικαιολόγητο, μικρό αφορισμό μέσα στο έργο–, αλλά ο Θεός και οι μανούλες παραμένουν στις ψηλότερες θέσεις του βάθρου. Το σενάριο της ταινίας κλείνει πονηρά και υπολογισμένα με μια ατάκα ταύτισης του πρώτου με τις δεύτερες, που αναμένεται να αναπαραχθεί από συγκινημένες μανούλες – και πάσης φύσεως μαμόθρεφτους, θα προσθέσουμε εμείς οι κακεντρεχείς. Τουλάχιστον, ο Καναδός Κεν Σκοτ, της φήμης του Starbuck (2011), γνωρίζει πώς να στήσει αφήγηση που ρέει αβίαστα, σκαρώνει μερικά χαριτωμένα μοντάζ νοσταλγίας στο πρώτο ημίωρο και γνωρίζει πώς και πότε να πατήσει το κουμπί του θεατή ώστε να μην αγανακτήσει με τα καμώματα μιας (αντικειμενικά μάλλον) φορτικής μητέρας.