Επειδή δεν θα καταδεχόταν να κάνει φασόν μια ταινία στα πρότυπα μιας άλλης δικής του, ο Νίκος Περάκης έφτιαξε το Ψυχραιμία ακολουθώντας το πατρόν της προηγούμενής του Σειρήνες στο Αιγαίο. Αυτό δεν είναι απαραίτητα μεμπτό, καθώς δεν υπάρχει άλλος που να μπορεί να ράψει τόσα πρόσωπα στην ελληνική πραγματικότητα και να τα προβάρει με επιτυχία στον καθρέφτη της κοινωνίας που τα γέννησε και τα έθρεψε - κάνοντας τους θεατές να γελάνε με την ελαφρώς υπερτονισμένα κωμική μιζέρια τους. Επίσης (και κυρίως), δεν κάνει κακές ταινίες, το αντίθετο μάλιστα.

Εδώ παραλαμβάνει μια σειρά από τέκνα, επιφανή και μη, και τα τοποθετεί στο μάτι ενός μιντιακού και οικογενειακού κυκλώνα. Το βασικό πρόσωπο είναι ο Τζώρτζης, γιος του μεγαλοεπιχειρηματία και απατεώνα Αλέξανδρου Μάνδρακα, που σκοτώνει την πλήξη του ασχολούμενος με μια γυναικεία ομάδα μπιτς βόλεϊ, ώσπου ο πατέρας του προφυλακίζεται και αναγκαστικά ενεργοποιείται. Η φίλη του είναι η Λούλα, τραγουδίστρια του συγκροτήματος MAALOX, αντιεξουσιάστρια και κόρη βουλευτή. Ο Μίνως Σταυρακομανιός είναι ένας ευέξαπτος νεαρός Κρητικός, δευτερότοκος οικογένειας καλλιεργητών βοτάνων και κάνναβης. Η Χλόη Λυχναφτιά είναι ποινικολόγος και, κατά τη διάρκεια της δίκης για τις υπεράκτιες εταιρείες του Μάνδρακα, είχε συνάψει μια άτυχη και διαφημισμένη σχέση με τον Τζώρτζη. Ο Μπίλης παρέχει υπηρεσίες ασφάλειας υψηλών προσώπων, ο Θοδωρής σχεδιάζει δικτυακούς τόπους και παρακολουθεί απόρρητες πληροφορίες, η Ελευθερία είναι το κορίτσι του Μπίλη και σκοτώνει με την αφέλειά της και η Αρετή, κόρη μετανάστη και διατελέσασα σε ριάλιτι, είναι η επίσημη αγαπημένη του πατέρα Μάνδρακα, στον οποίο οφείλει τη χορηγία της μικρής καριέρας της.

Όλοι τους παιδιά που πληρώνουν την αμαρτωλή φαυλότητα των γονιών τους, τα βαριά γονίδια που τους κληροδότησαν. Θέλουν να ξεφύγουν από αυτήν, και στη διαδρομή τα ψήγματα του αληθινού τους χαρακτήρα τούς σώζουν από τη βέβαιη καταστροφή. Κάποιοι από αυτούς έχουν σχέση μεταξύ τους, άλλοι όχι, όλοι όμως μπλέκονται και σχεδόν συμπλέκονται με έναν τρόπο που ο Περάκης ξέρει να χειρίζεται μοναδικά. Και ενώ είναι σκηνοθέτης που σκέφτεται πώς να στηλιτεύσει τη νεοελληνική ξεφτίλα, δεν κάνει συμβιβασμούς στην καθαρή κωμωδία. Αυτός ο συνδυασμός είναι το όπλο και το χάρισμα του, όποια και να είναι η έκβαση των επιμέρους ταινιών του. Κατά μια μεταφορική έννοια, και οι δικές του ταινίες είναι τα αξιολάτρευτα μπάσταρδα παιδάκια του γάμου ενός μεθοδικού διανοούμενου με το επιθεωρησιακό χιούμορ (και όχι μόνο).

Στο Ψυχραιμία ψάχνει να βρει τι κρύβεται πίσω από τη χρυσή γενιά των λαμόγιων: είναι η υποκρισία των αρχιλαμόγιων γονιών, που σπανίως το παραδέχονται. Οι ηθοποιοί του κινούνται ερμηνευτικά σε μεγάλη γκάμα και ο Περάκης καταφέρνει να κάνει ως και την άπειρη Τζούλια Αλεξανδράτου να παίξει επαρκώς και χαριτωμένα το ρόλο της σκυλούς (ο Χρανιώτης κάνει θαύματα ως Μπίλης ο σεκιουριτάς με το «κηλιδωμένο» παρελθόν στα σώματα ασφαλείας). Φυσικά και δεν καλύπτει πλήρως τον ψυχισμό της προσωπικότητας των νέων. Είναι και οι ίδιοι υπεύθυνοι για τις πράξεις τους, αλλά ο Περάκης δεν γυρίζει ντοκιμαντέρ και δεν επιδιώκει να δώσει σεμινάριο στατιστικής. Τον ενδιαφέρουν οιπροεξάρχουσες τάσεις και μια συγκεκριμένη νοοτροπία.

Το Ψυχραιμία, δεν έχει τη συνεχή πλάκα, το σκηνοθετικό εύρος και τις κλιμακώσεις τού Σειρήνες στο Αιγαίο (που είναι η καλύτερή του κωμωδία από την εποχή της Λούφας) και ορισμένες φορές μοιάζει εγκλωβισμένο στις πρακτικές μετακινήσεις και τις ψυχολογικές συνδέσεις των χαρακτήρων. Ωστόσο δουλεύει σε βάθος τους τύπους που προσεγγίζει, τους φέρνει μπροστά σε πολλές και ενίοτε αστειότατες καταστάσεις (όχι χαχανιστά εύκολες) και βγάζει πικρό νόημα και γλυκό συμπέρασμα. Διότι ο Νίκος Περάκης είναι αισθηματίας, αν δεν το έχετε καταλάβει.