Με σαφή σκοπό να περάσει προειδοποιητικά μηνύματα στα πλήθη που οδηγούνταν στις κινηματογραφικές αίθουσες (η ταινία έκοψε 38 εκατομμύρια εισιτήρια στις πρώτες εβδομάδες προβολής της), ο σοβιετικός σκηνοθέτης Μιχαήλ Ρομ μαζεύει πλούσιο υλικό από τα αρχεία της ναζιστικής προπαγάνδας και τις ταινίες της Ρίφενσταλ, όχι για να χειρουργήσει τον Χίτλερ και το χρονικό της ανόδου του στην εξουσία αλλά για να συσχετίσει τη μικροαστική του καταγωγή ως κύριο εργαλείο χειραγώγησης του γερμανικού λαού με τα γενικότερα φαινόμενα του φασισμού στον 20ό αιώνα. Σχολιάζει και αφηγείται ο ίδιος ο σκηνοθέτης, δίνοντας έναν υποκειμενικό, άλλοτε παιγνιώδη κι άλλοτε ζοφερό και πικρό τόνο σε αυτό το ιδιότυπο, δίωρο ντοκιμαντέρ - φανταστείτε τον Μάικλ Μουρ αποσπασμένο σε άλλο πόστο. Δεν παραλείπει να σφάξει με το γάντι και με τη μέθοδο της επιλεκτικής υπεραπλούστευσης τη Δύση και τα ελαφρά κουσούρια της και να παρουσιάσει τη Μόσχα του 1965 ως ένα ειδυλλιακό αστικό τοπίο και λίκνο ελπίδας και νεανικής αναγέννησης, λίγο μετά την πτώση του Στάλιν και τη νέα εποχή του Χρουστσόφ.