Με τον καλό μας Άντι Σέρκις να παίρνει τη σκυτάλη πίσω από την κάμερα από τον Ρούμπεν Φλάισερ, το franchise του Venom γνωρίζει μια ποιοτική αναβάθμιση. Καταρχάς, αυτήν τη φορά υπάρχει ένα υποτυπώδες θεματικό μοτίβο. Ο ήρωάς μας, ο Έντι Μπροκ, πρέπει να διδαχθεί την έννοια της συντροφικότητας και της φιλίας μέσω της συμβιωτικής του σχέσης με τον εξωγήινο παρασιτικό οργανισμό που ζει στο σώμα του και λέγεται Βένομ αλλά και της αντιπαλότητας του με έναν σίριαλ κίλερ, τον Κλίτους Kάσιντι, ο οποίος με τρόπο που δεν θα αποκαλύψουμε εδώ βρίσκεται επίσης ξενιστής ενός αντίστοιχου οργανισμού, του Κάρνατζ.

 

Το θέαμα παραπέμπει περισσότερο στις πρώτες ταινίες του υπερηρωικού σινεμά: θα βρεις μέσα του κάτι από τον εξπρεσιονισμό και το camp στοιχείο του Μπάρτον, με την τελική μάχη να εξελίσσεται σε μια εκκλησία και την αγαπημένη του ήρωα σε κίνδυνο, όπως και στον Βatman του ’89, θα βρεις δάνεια από τη «ζαλιστική» κινηματογράφηση των Σπάιντερμαν του Ρέιμι στις εναέριες μονομαχίες των δύο αντιπάλων, θα βρεις κι ένα καλοδεχούμενα παλιομοδίτικο score από τον Μάρκο Μπελτράμι, που παραπέμπει σε συνθέσεις του Ντάνι Έλφμαν.

 

Όλα αυτά δεν συνιστούν, βέβαια, ένα συμπαγές καλλιτεχνικό όραμα αλλά βελτιώνουν τις αστοχίες και τις αρρυθμίες του πρώτου φιλμ. Η διάρκεια τηρείται σε b-movie επίπεδα, κάτι που εκτιμάται σε μια εποχή που η οικονομία στο είδος έχει πάει περίπατο, ο Γούντι Χάρελσον θυμάται την εμφάνισή του στο Natural born killers, μια μίνι σεκάνς χειροποίητου animation εκπλήσσει ευχάριστα, μα αιχμή του δόρατος αποτελεί και πάλι ο Τομ Χάρντι, που εξελίσσει ακόμα περισσότερο τις ικανότητές του στη σωματική κωμωδία, καλούμενος να υποδυθεί έναν άνθρωπο που συμβιώνει με έναν οργανισμό μέσα στο σώμα του, με αποτέλεσμα συχνά να μην ελέγχει τις κινήσεις του.

 

Οι φαν μείνετε στην αίθουσα μετά τους τίτλους τέλους, υπάρχει ένα «τυράκι» που θα σας κάνει να συζητάτε για ώρες (ή ακόμα και μέρες) μετά την προβολή.