Δεν είναι διαπιστωμένο αν ο έρωτας όντως τα αλλάζει όλα, όπως μεταφέρεται στα ελληνικά ο τίτλος του Good House, αλλά η Χίλντι Χάουζ, μια μεσήλιξ από τη Μασαχουσέτη που κοιτάζει τους πάντες, αλλά αρνείται να δει τον εαυτό της, διανύει μια ενδιαφέρουσα φάση εσωστρέφειας και γενναιοδωρίας. Είναι μεσίτρια, χωρισμένη από έναν σύζυγο που προτίμησε έναν άνδρα, μητέρα που δεν έρχεται πολύ κοντά, σωματικά και ψυχικά, με τις δυο ενήλικες κόρες της, ενταγμένη στη μικρή προνομιούχα κοινότητα όπου ζει από μικρή, και βασικά αλκοολική που εγκατέλειψε το πρόγραμμα απεξάρτησης και προτιμά να πιστεύει πως ελέγχει τη συμπεριφορά, τις παρορμήσεις και τις σχέσεις της, ισορροπώντας τις επαγγελματικές γνωριμίες με τους παλιούς γνωστούς και την οικογένειά της χάρη στην εξυπνάδα και στην ικανότητά της να εξοστρακίζει το βαθύτερο συναίσθημα με την ευγενική παρατήρηση και την περιστασιακή συμβουλή σε όποιον της το ζητήσει. Διαθέτει το χάρισμα να καταλαβαίνει αμέσως τι είδος ανθρώπου κατοικεί σε ένα σπίτι που καλείται να πουλήσει, ανάλογα με την ψυχαναγκαστική καθαριότητα ή την απόλυτη ακαταστασία, την επιλογή των επίπλων, την ταπετσαρία και τη διακόσμηση ‒ καλοδέχεται τη φθορά, δείγμα ζωής, έναντι της επιθετικής τελειότητας.

 

Η ακρίβεια της διάγνωσής της για τις ζωές των άλλων (μεταξύ αστείου και σοβαρού, καυχιέται πως είναι όντως απόγονος μίας από τις αυθεντικές μάγισσες του γειτονικού Σάλεμ) έρχεται σε αντιδιαστολή με το οικογενειακό τραύμα που δεν ειπώθηκε ποτέ και κυρίως δεν αντιμετωπίστηκε επαρκώς. Παραείναι αγέρωχη και υπεράνω για να χαρακτηριστεί κουτσομπόλα, ειδικά σε μια τόσο μικρή γειτονιά, αλλά τρέφεται από το διπλανό δράμα και προσφέρεται να διορθώσει «ζημιές», πληρώνοντας από την τσέπη της, ξοδεύοντας πολύτιμο χρόνο, αγνοώντας δικά της χρέη, κρυφά ανακουφισμένη που είναι απαλλαγμένη από τις παλιές της υποχρεώσεις.

 

Το ποτό επαναφέρει την άνεση που αναιρεί την κοινωνική ακαμψία της και της δίνει την ευχάριστη αύρα που νοσταλγεί. Πικραίνεται ιδιαίτερα όταν όλοι ξεχνούν τις αρετές της και θυμούνται μόνο το ποτό, εκείνες τις μακριές βραδιές με λεπτομέρειες που έχουν επιλεκτικά σβήσει από τη μνήμη της. Όταν ξανακυλά στο αλκοόλ, από τα ας πούμε ανώδυνα ποτηράκια κρασί μέχρι τη σκληρή βότκα και το ουίσκι (παρέα με την παλιά της φίλη, που υποδύεται η Μπέβερλι ντ’ Άντζελο, μια έξοχη κομεντιέν που μας έχει λείψει), έχει την ευφυΐα να αναγνωρίσει την πτώση, όπως μας εξηγεί σε ζωτικής σημασίας εξομολογήσεις, κοιτάζοντας απευθείας στην κάμερα, αν και χρειάζεται κάτι παραπάνω για να ξυπνήσει.

 

Τα κλειδιά για την ανάκαμψη είναι δυο άνδρες που γνωρίζει από πολύ παλιά: ο γιος οικογενειακού φίλου και ψυχίατρος Πίτερ Νιούμπολντ, τον οποίο υποδύεται ο Ρομπ Ντιλέινι, γέννημα-θρέμμα της Μασαχουσέτης και βαριά αλκοολικός στη νεότητά του, και μια παλιά της αγάπη απ’ τα γυμνασιακά χρόνια, ο Φρανκ (Κέβιν Κλάιν, συγκρατημένα υποστηρικτικός στην τρίτη και πιο ερωτική κινηματογραφική συνεύρεση με τη Γουίβερ μετά το Dave και το Ice Storm), ο σκουπιδιάρης της περιοχής που όλοι αντιμετωπίζουν με συγκατάβαση, αλλά η Χίλντι πλέον καλείται να ξεπεράσει τον ταξικό σνομπισμό που δεν προσιδιάζει στον χαρακτήρας της και να ανασύρει την πραγματική της έλξη.

 

Τρυφερό και χαλαρό, σαν μια συρραφή από ενδιαφέρουσες βινιέτες με φροντισμένη, σχετικά παλιομοδίτικη τηλεοπτική αισθητική, το Good House είναι ένα ακόμη κεφάλαιο στην αντιμετώπιση του εθισμού σε μια upscale κοινότητα που δεν φαίνεται φαβορί να το παραδεχθεί. Επιπρόσθετα, είναι δώρο στη Σιγκούρνι Γουίβερ, η οποία απογειώνει το πορτρέτο της αξιοπρεπώς ραγισμένης Χίλντι ίσως στην κορυφαία στιγμή της πλούσιας καριέρας της. Με ανεξίτηλη τη στάμπα των Aliens, του Ghostbusters και του Avatar στο βιογραφικό της, καλό είναι να μην ξεχνάμε πόσο υπέροχη δραματική κωμικός είναι η τρις υποψήφια για Όσκαρ Αμερικανίδα ηθοποιός, με timing, ειλικρίνεια και ενσυναίσθηση που εκφέρεται χωρίς εκβιασμό και φτήνια ‒ ιδανική ερμηνεύτρια μεγαλοαστών με αίσθηση του χιούμορ και βαριά σκιά, ικανή για την πικρότερη χολή και το πιο συμπονετικό βλέμμα.