Ο Μπίλι ο Ψεύτης δεν είναι η καλύτερη ταινία του Τζον Σλέσιντζερ ( το Darling διαπνέεται από μια αίσθηση ερωτισμού και ανατροπής καθώς και από τη γοητεία της Τζούλι Κρίστι, ενώ το Midnight Cowboy εισχωρεί με τραχύτητα και τόλμη στο αναδυόμενο σύμπαν των αόρατων καταφρονεμένων), ούτε ακριβώς το ντεμπούτο του αγγλικού νέου κύματος. Είναι ωστόσο η πρώτη ταινία που επιτίθεται μετωπικά με τον βρετανικό συντηρητισμό, το περίφημο σφιγμένο άνω χείλος της παραδοσιακής, παλιάς γενιάς, μια όψιμη, σατιρική rock n’ roll κομεντί με αφανή ήρωα, δειλό αμφισβητία και αναπάντεχο Καζανόβα τον Μπίλι, που δεν είναι μόνο ψεύτης, όπως ξέρουν όλοι οι παιδικοί του φίλοι, αλλά κατά φαντασίαν φονιάς, αφού στο μυαλό του παίρνει μια καραμπίνα και σκοτώνει όποιον τον αδικεί, τον περιφρονεί, τον απαξιώνει και τον τσαντίζει. Κι ενώ η ταινία παρουσιάζει σημάδια κόπωσης στη μέση, ο Σλέσιντζερ ανανεώνει το σεναριακό ενδιαφέρον με ενεργητικότητα, εφαρμόζοντας τέλεια την προϋπηρεσία του στο χώρο του ντοκιμαντέρ, χωρίς να προδίδει τον αυθορμητισμό των χαρακτήρων και την εντοπιότητα της ιστορίας. Την ίδια χρονιά που ο ομόλογός του, Τόνι Ρίτσαρντσον, κατακτούσε τα Όσκαρ με αμερικανική χρηματοδότηση, με την Επιχείρηση Κρεβατοκάμαρα, μια εμπορικότατη πιπεράτη, συχνά φρενήρη κωμωδία για την οποία ο δημιουργός της δεν αισθάνθηκε ποτέ ιδιαίτερα υπερήφανος, ο Σλέσιντζερ έγραψε Ιστορία ξεπερνώντας ευφάνταστα τα στενά όρια του kitchen sink ιδιώματος.