«Το να έχεις ένα μυστικό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι έχεις κάτι να κρύψεις, αλλά ότι δεν έχεις κάποιον για να το πεις», λέει η μια ανήλικη ηρωίδα στην άλλη περίπου στη μέση του έργου. Μπορεί να είναι πολύ μοναχική η ζωή όταν είσαι παιδί, ειδικά αν είσαι μοναχοπαίδι. Για τη Νέλλυ, μια δεκάχρονη που μόλις έχασε τη γιαγιά της, είναι σίγουρα έτσι. Μετά τον θάνατο της γιαγιάς επισκέπτεται το σπίτι όπου μεγάλωσε η μητέρα της, Μάριον. Μόνο που η Μάριον αποχωρεί, αφήνοντας την εκεί να αναζητά λίγη παρέα, την οποία θα βρει σε ένα κορίτσι της ηλικίας της που λέγεται κι εκείνο Μάριον.

 

H Νέλλυ σύντομα θα ανακαλύψει ότι με έναν μαγικό τρόπο, χάρη σε κάποιο χωροχρονικό παράδοξο που, όπως στις καλύτερες ταινίες του είδους, δεν εξηγείται ποτέ, βρίσκεται να παίζει με τη μητέρα της, όταν ήταν παιδί. Είτε πάρεις το εύρημα κυριολεκτικά, είτε το δεις ως φαντασίωση της μικρής, τίποτα δεν αλλάζει επί της ουσίας. Πρόκειται για έναν τρόπο ώστε η Νέλλυ να διασκεδάσει τη μοναξιά της και να έρθει σε επικοινωνία με τη μητέρα της. Βλέπεις, μεγαλώνοντας ξεχνάμε ότι κάποτε ήμασταν παιδιά, ξεχνάμε πως είμαστε ακόμα παιδιά και ότι πάντα θα είμαστε το παιδί κάποιου. Ξεχνάμε την χαρά της ανακάλυψης και της παρατήρησης, λησμονούμε τη δυσκολία μας να κατανοήσουμε έννοιες σύμφυτες με την ανθρώπινη ύπαρξη, μα πάντα αόριστες και δυσπρόσιτες, όπως ο χρόνος ή ο θάνατος. Και λησμονούμε την υποχρέωσή μας (αλλά και την ανάγκη μας) να βοηθήσουμε τα παιδιά να τις διερευνήσουν μαζί μας.

 

Μετά το παγωμένο δράμα με τα υπόκωφα, ακοινώνητα συναισθήματα του Πορτρέτου μιας Γυναίκας Που Φλέγεται,  η Σελίν Σιαμά κάνει μια ζεστή στροφή στον μαγικό ρεαλισμό. Έναν μαγικό ρεαλισμό ελαφρώς πιο προσγειωμένο, διακριτικά αλαφροϊσκιωτο, αλλά πανταχού παρόντα και πιο έντονο όταν εισβάλλουν στο κάδρο οι synth μελωδίες του Para One, τακτικού συνεργάτη της σκηνοθέτιδας. Το Petite Maman δεν έχει τίποτα περιττό στα μόλις 72 λεπτά που διαρκεί και κοινωνεί μηνύματα και συναισθήματα με τον απλούστερο, πλην αποτελεσματικότερο τρόπο. Αν σώνει και καλά πρέπει να το εξετάσεις υπό το πρίσμα της θεωρίας του auteur, η Σιαμά συνεχίζει να εξερευνά πτυχές της θηλυκότητας μέσω της φιλμογραφίας της. Από τα εφηβικά σκιρτήματα του Water Lilies, τη νεανική ορμητικότητα του Girlhood και τον ενήλικο (ομο)ερωτισμό του Πορτρέτου, περνά στην παιδική περιέργεια, αλλά και στην κάθετη σύνδεση ανάμεσα στις γυναίκες του έργου – γιαγιά, μαμά και κόρη- που «οριζοντιώνεται» μέσω αυτού του υπέροχου σεναριακού ευρήματος, το οποίο φέρνει τις δύο τελευταίες να συζητούν επί ίσοις όροις τις εμπειρίες τους και, πάνω από όλα, να παίζουν – δηλαδή να μοιράζονται. Θα περιόριζες, όμως, πολύ την έκταση της ταινίας, αν την προσδιόριζες φυλετικά, καθώς απηχεί πανανθρώπινες ανησυχίες και απευθύνεται σε κοινό κάθε γένους, φύλου, καταβολών και ηλικίας.

 

Με την τρυφερή της κατακλείδα έρχεται και το καλόψυχο επιμύθιό της, που δεν είναι άλλο από μια υπενθύμιση προς εμάς, τα μεγάλα παιδιά, να ανακτήσουμε μία από τις ωραιότερες αρετές της παιδικής ηλικίας: να κάνουμε περισσότερες ερωτήσεις. Στους οικείους μας, στους ξένους, στον εαυτό μας. Να μοιραζόμαστε τις απορίες μας και τις έγνοιες μας και να απαντούμε σε εκείνες των άλλων. Να ένα καλό resolution για το 2022, όπως προκύπτει αβίαστα και διόλου διδακτικά μέσα από μία έκτακτη κινηματογραφική στιγμή του 2021.