Φοβερό το γεγονός ότι η «μικρή» ταινία που στρίμωξε ο Κόπολα ανάμεσα στους δύο Νονούς είναι η Συνομιλία, με ήρωα έναν ιδιωτικό ντετέκτιβ, ειδικό στις ηχητικές υποκλοπές, που παθαίνει κρίση συνείδησης. Eννιά στα δέκα κείμενα που έχουν γραφτεί τής πιστώνουν σχόλιο για το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ, αλλά ο Κόπολα τη συνέλαβε από μόνος του και τη γύρισε πριν αυτό ξεσπάσει.

 

Χρωστάει, ασφαλώς, αρκετά στο Blow Up του Αντονιόνι, αν όμως το Blow Up είναι μια ταινία για μια διαρκώς διαφεύγουσα αλήθεια, η Συνομιλία είναι μια ταινία για έναν διαρκώς διαφεύγοντα έλεγχο, τον έλεγχο των πραγμάτων που νομίζει ότι έχει ο ήρωας λόγω της απόστασης που παίρνει από αυτά, τις προσπάθειές του να τον αποκτήσει μέσω της εμπλοκής του, όταν διαπιστώνει την ουσιαστική απουσία του, και τη διαφαινόμενη ολοκληρωτική του ήττα, που θα έρθει σε ένα υποβλητικό, σχεδόν υπερβατικό τελευταίο εικοσάλεπτο. Το ιδιοφυές τελευταίο πλάνο βρίσκει τον ήρωα ισοπεδωμένο, εγκλωβισμένο σε μια προσωπική, υπαρξιστική κόλαση, με εκείνον που «παρακολουθεί» να είναι, ενδεχομένως, Εκείνος τον οποίο φοβάται περισσότερο.

 

Από τα σπάνια φιλμ στα οποία οι δημιουργοί έχουν κάνει μεθοδική μελέτη πάνω στο αντικείμενό τους –εδώ η ηχητική παρακολούθηση‒, και γι’ αυτό το «σύμπαν» τους γίνεται ακόμα πιο πιστευτό, διαθέτει ακόμα ένα ηχητικό θαύμα από τον Γουόλτερ Μερτς, διαθέτει επίσης αδιανόητη (και κινηματογραφική με κάππα κεφαλαίο) ερμηνεία από τον Τζιν Χάκμαν στον κόντρα ρόλο ενός εσωστρεφούς, αντικοινωνικού χαρακτήρα με δραματικά γοητευτικές αντιφάσεις. Ζει παρακολουθώντας τις συνομιλίες των άλλων, μα αδυνατεί να συνομιλήσει μαζί τους, βγάζει τα προς το ζην παραβιάζοντας και παρατηρώντας την (πλούσια) ιδιωτική ζωή τους, μα συστέλλει τη δική του στο ελάχιστο δυνατό.

 

Μια μεγάλη στιγμή των αμερικανικών ’70s, που λειτουργεί αποτελεσματικότερα αν το κοινό στην αίθουσα έχει συμπεριφορά εκκλησίας. Οι πιστοί του καλού σινεμά δεύτε λάβετε φως.