Ντυμένος με τη ναυτική στολή εξόδου, αποστρατευμένος άρον άρον από τον πόλεμο της Κορέας, ο Τζούλιους του Τζέικομ Ελόρντι περπατά στο χιονισμένο τοπίο του Κάνσας αργά και λίγο σκυφτά, με εκείνη την αξέχαστη περπατησιά του Μοντγκόμερι Κλιφτ και το ίδιο θλιμμένο, καταγάλανο βλέμμα, κάνοντας οτοστόπ μέχρι να βρει τον αδελφό του, Λι, που μένει στο σπίτι της αρραβωνιαστικιάς του, Μιούριελ. Μέχρι να του ανοίξουν, ξαποσταίνει στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου, έχοντας γυμνώσει το στήθος του παρά το κρύο, ζητώντας ένα τσιγάρο από την έκθαμβη μέλλουσα νύφη του. Αν σκεφτούμε πως ο καλός της είναι ο Γουίλ Πάουλτερ, ο geek παρθένος από την Οικογένεια Μίλερ, το crush για την Ντέιζι Έντγκαρ Τζόουνς είναι μονόδρομος, αλλά η κατάσταση δεν είναι τόσο απλή, και μονομερώς τριγωνική, στη μεταφορά του μελοδραματικού μυθιστορήματος On swift horses στη μεγάλη οθόνη από τον Ντάνιελ Μίναχαν. O Τζούλιους δεν στεριώνει πουθενά και το πρώτο πράγμα που μαθαίνει στη Μιούριελ, εξηγώντας μερικές βασικές κινήσεις στο πόκερ, είναι να συγκεντρώνει όσo περισσότερες πληροφορίες μπορεί πριν την επόμενη κίνησή της. Ακολουθώντας τις οδηγίες του, η Μιούριελ μετακομίζει στην Καλιφόρνια, εκπληρώνοντας το όνειρο του Λι για μια καινούργια ευκαιρία κι ένα δικό τους σπίτι, κρυφακούει τις κουβέντες θαμώνων στο καφέ όπου δουλεύει, παίζει χωρίς να το πει σε κανέναν, κερδίζοντας γενναία ποσά στον ιππόδρομο, και στο μεταξύ ο Τζούλιους έχει ως συνήθως εξαφανιστεί, για να βρεθεί στο Λας Βέγκας και στο κρεβάτι του Χένρι, συνάδελφού του στο καζίνο (ο Ντιέγκο Κάλβα του Babylon), ενός Μεξικανού που κινείται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας και κυνηγά το μεγάλο break αποφασιστικά και βίαια, κλέβοντας και ρισκάροντας αν χρειαστεί. Η Μιούριελ σχεδόν περιμένει τον Τζούλιους, ανήσυχη για τις δικές τις αποφάσεις ζωής, χωρίς να αντιλαμβάνεται πως μοιράζονται ένα συγγενικό, άλλου είδους μυστικό, ακόμη και όταν δρασκελίζει την πόρτα της ομοφυλόφιλης γειτόνισσάς της (Σάσα Κάγιε) σε μια ερωτική περιπέτεια που θεωρεί ως πρόσκαιρη και παρενθετική. Queer ρομάντσο και δράμα λαχτάρας και ενοχής που παραπέμπει σε μια ελαφριά εκδοχή της ατμόσφαιρας ενός Τζον Φάντε, η Καρδιά ενός τζογαδόρου ξεδιπλώνεται σχεδόν στοχαστικά και αρκετά ελλειπτικά, ποντάροντας στον ασφυκτικό μαγνητισμό του πρωταγωνιστή της.

 

Πίσω από τον αινιγματικό άνδρα που αενάως δραπετεύει, βυθίζεται στις σκέψεις του και, όποτε τεντώνεται, αιχμαλωτίζει τα βλέμματα, κρύβεται ένας ακόμη προβληματισμένος αντιήρωας στη φλέβα των πολύπλοκων, moody χαρακτήρων που επιδιώκει να ενσαρκώνει ο Αυστραλός ηθοποιός, σεξουαλικά ρευστών και ηθικά μεταβλητών. Ο Ελόρντι ξεκίνησε με ρόλους που δεν εκτίμησε πραγματικά, ομολογώντας πως άρπαξε όποια ευκαιρία τού δόθηκε, στο τοπικής εμβέλειας Swinging Safari και το Kissing Booth του Netflix, πριν από τον κακό εκβιαστή στο τηλεοπτικό «Euphoria» δίπλα στην Ζεντέγια, τη σειρά που προκάλεσε ένα who the fuck is αυτός ο πανύψηλος μελαχρινός με τα αρμονικά χαρακτηριστικά και το επικίνδυνο σεξαπίλ. Και επειδή η τυποποίηση στο συγκεκριμένο στυλ είναι εξίσου επικίνδυνη για μια σοβαρή καριέρα, ο Ελόρντι, φανατικός θαυμαστής των στενόχωρης γενιάς Μπράντο και Ντιν του μεταπολεμικού Χόλιγουντ, που ειδωλοποίησε τον Λέτζερ και μελέτησε τη μέθοδο των Ολίβιε και Ντέι Λιούις, ρίχτηκε στην αρένα της δύσκολης λείας, δηλαδή της κατάρριψης της δεδομένης ομορφιάς του. Ήταν ο καταδικασμένος εραστής στο Deep water του Άντριαν Λιν, ο serial killer στο He went that way και ο μοιραίος αριστοκράτης στο Saltburn, βορά στις άδηλες ορέξεις του ριπλεϊκού Μπάρι Κιόγκαν. Ο Πολ Σρέιντερ έψαξε πολύ για να βρει ποιος θα μπορούσε να υποδυθεί τη νεότερη εκδοχή του Ρίτσαρντ Γκιρ στο Oh Canada και, παρά τη διαφορά ύψους, κατέληξε στον Ελόρντι, τον οποίο ομολόγησε πως θα είχε προσλάβει χωρίς δεύτερη σκέψη στο American Gigolo αν το γύριζε σήμερα. Ξεπερνώντας το τρακ του μπροστά στη Σοφία Κόπολα και τον ψιθυριστό, σαν την ίδια, φακό της, κατάφερε να συλλάβει κάτι (εφηβικό και ανερμάτιστο) από την αθέατη ψυχή του showman Έλβις στην Πρισίλα, διατηρώντας αβίαστα την έλξη που ο βασιλιάς ασκούσε στα κορίτσια, αν και ιδωμένος υπό το πρίσμα της μοναδικής γυναίκας που θαύμασε τον θρύλο, αγάπησε το αγόρι, υπέστη τον κακομαθημένο άνδρα και παράτησε την ψευδαίσθηση για να σωθεί, τουλάχιστον εκείνη.

 

Η καλύτερη και πληρέστερή του ερμηνεία ήρθε στο πρόσφατο The narrow road to the deep North που είδαμε στο Φεστιβάλ Βερολίνου, τηλεοπτική σειρά πέντε επεισοδίων με τον Ελόρντι στον ρόλο του νέου Ντορίγκο Έβανς (ο Κίραν Χάιντς σε μεγαλύτερη ηλικία), ενός φοιτητή Ιατρικής που κάνει πρόταση γάμου στη φίλη του, αλλά έλκεται αμετάκλητα από τη σύζυγο του θείου του, προτού σαλπάρει για τον πόλεμο και καταλήξει αιχμάλωτος των Ιαπώνων στη Βιρμανία. Οι σκηνές του στο καθημερινό κολαστήριο της υγρής ζούγκλας κουβαλούν το άχθος μιας αβάσταχτης ματαιότητας και στάζουν συμπόνια για τους συνοδοιπόρους που μπορεί να χάσει ανά πάσα στιγμή και το μέλλον που κανείς δεν γνωρίζει, πέρα από τα τεχνάσματα της επιβίωσης σε σκληρούς καιρούς. Εκεί, όπως και στην Καρδιά ενός τζογαδόρου, ο Ελόρντι φανέρωσε την ευαλωτότητα που επιδίωξε στους προηγούμενους ρόλους του, καθώς και τη γενναιοδωρία του ως εραστή, όπως με τον Κάλβα ή την Οντέσα Γιανγκ, ανεξάρτητα από το αν καλείται να υπηρετήσει στρέιτ ή γκέι κατάσταση. Στην εποχή της TikTok ταχυφαγίας (το πολύ) μονόλεπτων κινούμενων εικόνων, το poster boy του τρέχοντος ερωτισμού προσκαλεί τα κορίτσια σε κομπλικέ ψυχολογικά πορτρέτα που απαιτούν χρόνο και προσήλωση, εραστής ενός αλλοτινού σινεμά, θιασώτης ενός ύφους υποκριτικής που προκύπτει από μόχθο και ζόρι έναντι της στιγμιαίας απόλαυσης, χαμηλού προφίλ και, παρά τις εντυπωσιακές φωτογραφίσεις του, ταπεινής στάσης ‒ δεν προβλέπεται να δηλώσει σύντομα, όπως ο Τίμοθι Σαλαμέ, πως επιθυμεί να συγκαταλέγεται ανάμεσα στους κορυφαίους και να κάνει σπουδαία πράγματα, όσο κι αν τα ονειρεύεται προφανώς. Και όπως αναμενόταν, δυσκολεύεται να αρνηθεί μια δελεαστική, κουραστική πρόταση από έναν ή μια σκηνοθέτη/-ιδα που εκτιμά πολύ. Μετά από ένα σερί ασταμάτητης δουλειάς στα πλατό, και έχοντας γυρίσει τον Φρανκενστάιν του Γκιγιέρμο ντελ Τόρο (παίζει το Τέρας), δεν γινόταν να γυρίσει την πλάτη στον Χίθκλιφ της Έμεραλντ Φενέλ, στη δική της εκδοχή του Ανεμοδαρμένα Ύψη, αναβάλλοντας έτσι τις διακοπές που είχε ανάγκη, όπως έχει δηλώσει σε συνεντεύξεις του. Και επειδή χρειάζεται κάτι μεγάλο, όχι απαραίτητα υπερηρωικό, και αναγκαστικά «πολυέξοδο» για να μπει στον χάρτη της μαζικότερης αναγνωρισιμότητας με τον τρόπο που έχει επιλέξει επιστημονικά ο Λεονάρντο ντι Κάπριο στην επιμελημένη καριέρα του, του χρόνου θα τον δούμε στη sci-fi κινηματογραφική μεταφορά του Dog stars με την υπογραφή του Ρίντλεϊ Σκοτ. Η επιλογή του Τομ Χόλαντ να μεταμορφωθεί σε Πάρκερ/SpiderMan δεν έχει γυρίσει μπούμερανγκ: η πιθανότητα να υποδυθεί τον Φρεντ Αστέρ είναι γερό στοίχημα, τσέκαρε το περίοπτο «κουτάκι» που λέγεται Κρίστοφερ Νόλαν με τον Τηλέμαχο στην επικείμενη Οδύσσεια, χώρια που η Ζεντέγια προσθέτει δημόσιους πόντους στο δέμας του, αν και στον τομέα του charm είναι απλά αδύνατο να συγκριθεί με τον Ελόρντι.

Στην Καρδιά ενός Τζογαδόρου, όπως και στη σειρά του Κερζέλ, απωθεί με χάρη βαθιά τραύματα αντικαθιστώντας το ανείπωτο με νοσταλγικά, παρατεταμένα βλέμματα που εγγυώνται μια υπόσχεση κάθαρσης, κάπου, κάποτε, στους θεατές που τον παρακολουθούν. Ωστόσο, το δράμα του Μίναχαν, ο οποίος έχει μεγάλη πείρα στο ποιοτικό τηλεοπτικό φορμάτ («Six feet under») μοιάζει αποσπασματικό, σαν καλά επιμελημένη συρραφή επεισοδίων μεγαλύτερης διάρκειας.