Ο Μπίλι Γουάιλντερ ποτέ δεν πρόδωσε το credo του: «Μη γίνεσαι πιο έξυπνος από το κοινό στο οποίο απευθύνεσαι. Κάνε προφανείς τις προθέσεις σου, ακόμη και τις αποχρώσεις των προθέσεών σου». Με δεδομένη την επιθυμία του να αγκαλιάσει με πάθος το γέλιο και το κλάμα, διήνυσε μια τρομερή πορεία, σκηνοθετώντας αξέχαστες κωμωδίες και ενδιαφέρουσες δραματικές ταινίες, αγγίζοντας την τελειότητα στην Γκαρσονιέρα.

 

Ο μέντοράς του ήταν ο Ερνστ Λιούμπιτς και εξέλιξε το περίφημο κωμικό του άγγιγμα, ένα κράμα σοφιστικέ ερωτισμού και ελαφρότητας των χαρακτήρων (the Lubitsch touch), διατηρώντας δύο σημαντικά στοιχεία: μια συγκινητική αίσθηση μυστηρίου που αιωρείται στο αληθινό αίσθημα και τον φόβο για τη χαμένη ευκαιρία βασικά καλοπροαίρετων ανθρώπων. Είναι εύκολο να διαπιστώσει ο θεατής το χάρισμα του Λιούμπιτς να διατηρεί την ψυχραιμία στα δύσκολα ‒ ένα sangfroid που χαρακτηρίζει ακόμα και μια τόσο γλυκιά ταινία όπως το Shop around the corner.

 

Το φλερτ ανάμεσα στην Κλάρα και τον Άλφρεντ, τη Μάργκαρετ Σάλαβαν και τον Τζίμι Στιούαρτ, εκτυλίσσεται με όρους φανταστικής πραγματικότητας, μια και δεν γνωρίζουν ‒στην καλύτερη σκηνή της ταινίας και μία από τις πιο επιδέξιες ρομαντικές στιγμές στην ιστορία του σινεμά‒ πως χάνουν το ραντεβού που έχει δώσει ο ένας στον άλλον, σε μια ευγενική, αν και τεταμένη παρεξήγηση, που κάνει τις φάρσες του συρμού να ντρέπονται για τη μηχανική επαναληπτικότητά τους.

 

Η «Γκαρσονιέρα» παραμένει η πιο ισορροπημένη «υπογραφή» του σπουδαίου δημιουργού, αφομοιώνοντας τον ξεδιάντροπο κυνισμό του σε ένα τολμηρό για την εποχή του σχήμα σχέσης.

 

Άτυπος διάδοχος του Γερμανού, ο Γουάιλντερ, Αυστριακός εμιγκρές στο Χόλιγουντ, επίσης βερολινέζικης κουλτούρας και εβραϊκής καταγωγής, συναντήθηκε με τον δάσκαλό του γράφοντας το σενάριο για τη Νινότσκα, αν και στην πραγματικότητα διασταύρωσε το στυλ του με εκείνου στην Γκαρσονιέρα, οπλίζοντας με διαφορετική, μεταπολεμική στη διεκδίκησή της νοοτροπία ένα πιο σύγχρονο ζευγάρι, τον Κάλβιν Κλίφορντ (Σίσι) Μπάξτερ και τη Φραν Κιούμπελικ, έναν υπάλληλο ασφαλιστικής εταιρείας που εξυπηρετεί τις εξωσυζυγικές δραστηριότητες των mad men προϊσταμένων του, δανείζοντας με κυκλική φρενίτιδα το διαμερισματάκι του, και μια χειρίστρια ασανσέρ στην ίδια εταιρεία, με την οποία αναπτύσσει μια ερωτική φιλία γεμάτη συγκρίσεις και συγκρούσεις.

 

Ο Γουάιλντερ γεμίζει με κινηματογραφική ταχύτητα και νοηματικό πινγκ-πόνγκ μια σκληρή ιστορία, μάλλον λυπητερή, παρά το πλαίσιο αμαρτίας και παρεξήγησης ‒ το εκβιαστικό ήθος του χρήματος πρυτανεύει και ο πρόθυμος εργαζόμενος δεν αργεί να αισθανθεί ψυχικά εκπορνευμένος, την ίδια στιγμή που οι γείτονές του είναι σίγουροι πως πρόκειται για ακούραστο playboy, κρίνοντας από το 24ωρο traffic και τα τριξίματα του σομιέ.

 

Η Φραν αυτοσυστήνεται ως πολυβόλο εξυπνακίστικης κριτικής. Απλώς μεταθέτει τις μαύρες της, τις θάβει κάτω από ένα χαλί εκλογίκευσης. Είναι καταθλιπτική και θέλει να σωθεί. Γυροφέρνει το σεξ δίπλα σε έναν άνθρωπο που το υποθάλπει. Αν και χαριτωμένη, είναι αντράκι. Εδώ εμφανίζεται η δύναμη της Σίρλεϊ ΜακΛέιν. Ψημένη στη διασημότερη αγοροπαρέα του κόσμου, το rat pack του Φρανκ Σινάτρα και των φίλων του (η μοναδική που επέτρεπαν στην παρέα τους), γνώριζε όχι μόνο την επιδεικτικότητα του αρσενικού αλλά και την ειδική πάστα του μαγκιόρικου, χολιγουντιανού λεονταρισμού.

 

Προφανώς, ο ιδιοφυής Μπίλι Γουάιλντερ γνώριζε την ικανότητά της να προβάλλει μια διαθέσιμη θηλυκότητα (είχε προηγηθεί η βιρτουόζο σκηνή της απελπισμένης, καταρρέουσας εξομολόγησης μπροστά στην αγαπημένη του εραστή της στο Some came running, που την έφερε υποψήφια στα Όσκαρ), χωρίς να κρύβει το μοναδικό της προνόμιο να είναι άνετα one of the boys.

 

Κι ενώ ο Γουάιλντερ είχε παραδεχτεί πως η έννοια της ευτυχίας ήταν να δουλεύει με τον Τζακ Λέμον, που κι εδώ είναι αφοπλιστικά πειστικός, τόσο ευέλικτος και γρήγορος που νομίζεις πως δεν εργάζεται στ' αλήθεια, ο μεγάλος και αξέχαστος ρόλος είναι αυτός της Φραν, φτιαγμένος μοντέρνα και φυσικά από μία από τις μεγαλύτερες ηθοποιούς του 20ού αιώνα!

 

Ο Γουάιλντερ είχε ήδη στο ενεργητικό του πιο μαρκέ, εντυπωσιακές ταινίες, το Μερικοί το προτιμούν καυτό (σίγουρα πιο αστεία), τη Λεωφόρο της Δύσης (πιο μεγαλοπρεπής και δηλητηριώδης), τον Καταδότη του Θαλάμου 17 (σοβαρότερο, ηρωικό, αν και υπόγεια χιουμοριστικό), το Χαμένο Σαββατοκύριακο (έμπλεο κοινωνικών μηνυμάτων, σαφώς ακαδημαϊκότερο), την πιο τσαχπίνικη Σαμπρίνα, το πιο φιλόδοξο και απροσδόκητο Τελευταίο Ατού με τον Κερκ Ντάγκλας και τη σκοτεινότερη, και τόσο μοιραία, Διπλή Αποζημίωση. Και, φυσικά, έγραψε ιστορία με μία από τις μεγαλύτερες ατάκες φινάλε, το περίφημο «Κανείς δεν είναι τέλειος» ένα χρόνο πριν ‒ αλλά και το «σκάσε και μοίραζε» της Κιούμπελικ δεν το θεωρείς αμελητέο famous last word.

 

Η Γκαρσονιέρα βραβεύτηκε με 5 Όσκαρ στην απονομή του 1961, τρία από τα οποία για την παραγωγή, τη σκηνοθεσία και το σενάριο, κατέληξαν για πρώτη φορά στην ιστορία του θεσμού στον ίδιο τον Γουάιλντερ, και παραμένει η πιο ισορροπημένη «υπογραφή» του σπουδαίου δημιουργού, αφομοιώνοντας τον ξεδιάντροπο κυνισμό του σε ένα τολμηρό για την εποχή του σχήμα σχέσης, όπου ο ρομαντισμός φυτρώνει πολύ μακριά από τα πλατό του χολιγουντιανού προξενιού, σε μια μίζερη γκαρσονιέρα, με ήρωες ενοίκους της διπλανής πόρτας και όχι τους ιδιοκτήτες του παλατιού ή τους κληρονόμους της κλασικά αποδεκτής φωτογένειας.