Η εικόνα του Μάγκι, πατέρα μιας οικογένειας με τρία παιδιά, να επιπλέει μεσοπέλαγα στα παγωμένα νερά στο φινάλε της ταινίας Η αγάπη που απομένει είναι χαρακτηριστική της συναισθηματικής ρευστότητας και της τρυφερής αμηχανίας του ιμπρεσιονιστικού σινε-ημερολογίου του Χλίνουρ Πάλμασον. Στην τέταρτη ταινία του, που έκανε παγκόσμια πρεμιέρα εκτός συναγωνισμού στο Φεστιβάλ Καννών και υπεβλήθη επίσημα από την Ισλανδία στην κατηγορία του διεθνούς Όσκαρ, ο δημιουργός της Χώρας του Θεού πλαισιώνει με ονειρική πιανιστική υπόκρουση και 35άρι φιλμ μπερδεμένες σκηνές από έναν ραγισμένο γάμο: ο Μάγκνους, που όλοι αποκαλούν Μάγκι, βρίσκεται σε διάσταση με την Άνα, και όταν επισκέπτεται τα παιδιά τους, δυο αγόρια κι ένα κορίτσι σε διαφορετικές φάσεις εφηβείας, απλώς εντείνονται το χάσμα στην επικοινωνία και η δυσλειτουργικότητα, περνώντας από τη συμπόνια στην αντιπάθεια στη διάρκεια ενός χρόνου.

 

Στις διακεκομμένες συνευρέσεις τους, κάνουν εκδρομές και αράζουν, μιλούν για συνηθισμένα θέματα και απλώς υπάρχουν μέσα από τα βλέμματα και τις παύσεις τους, όλοι μαζί και χώρια – η ζημιά έχει γίνει, η φθορά μοιάζει ανεπανόρθωτη εκ του αποτελέσματος, αλλά ανάμεσά τους, όπως δηλώνει και ο τίτλος, έχει απομείνει αγάπη και ταυτόχρονα ανθρώπινη ευγένεια σε μια ασυνήθιστη κομεντί, που δεν πιβοτάρει στη βία και εμμένει στην μπανάλ καθημερινότητα αντί να επιδίδεται σε κλισέ συγκρούσεις. Αν και ο πρωταγωνιστής είναι ο απομονωμένος πάτερ φαμίλιας σε έναν ρόλο έξω από τα νερά του, ο Πάλμασον, που έχει βάλει να παίζουν τα παιδιά του αλλά και τον αξιαγάπητο ασπρόμαυρο σκύλο του (βραβεύτηκε με το Palm Dog στις Κάννες!), δίνει τον λόγο σε όλους, προσθέτοντας στην παρατήρηση ένθετες, σουρεαλιστικές πινελιές, δανεισμένες από τις αγωνίες του καθενός αλλά και την ιδιαίτερη καλλιτεχνική ενασχόληση της Άνα. Η ματιά του σκηνοθέτη είναι προσωπική και το σύνολο περίεργο, παιγνιώδες, όμορφο και άνισο, όσο ανολοκλήρωτος και αποσπασματικός είναι και ο μεταβατικός κύκλος των πέντε μελών της οικογένειας.