Όταν σε μια μετά θάνατον ζωή οι μετενσαρκωμένες ψυχές έχουν διορία μία εβδομάδα για να αποφασίσουν πού και με ποιον θα ήθελαν να περάσουν την αιωνιότητα, στον νου του ευσυνείδητου σινεφίλ έρχεται ένας συνδυασμός της αμηχανίας του Κόλιν Φάρελ στον Αστακό, με τον Άλμπερτ Μπρουκς από την απολαυστική αν και παραγνωρισμένη μεταφυσική κομεντί, Υπερασπίζοντας τη Ζωή μας, εκεί όπου κλήθηκε από την ουράνια επιτροπή να ανατρέξει στο επίγειο παρελθόν του, φάτσα φόρα με τα λάθη και τις αδυναμίες του, ανήμπορος να αντιμετωπίσει την αφύσικη τελειότητα της Μέριλ Στριπ.

 

Το Για Πάντα; –με δηλωτικό ερωτηματικό στην ουρά του τίτλου– αποφεύγει τη σουρεαλιστική παραξενιά του Ευθύμη Φιλίππου όπως τη σκηνοθετεί ο Γιώργος Λάνθιμος, αλλά και το κουβάρι από τύψεις και νευρώσεις που κουβαλά μόνιμα ο Μπρουκς. Κινείται, ευτυχώς, σε διαφορετικές ατραπούς, υιοθετώντας το χολιγουντιανό μελόδραμα του Φρανκ Κάπρα και του Ερνστ Λιούμπιτς, με ένα ρομαντικό τρίγωνο που ποντάρει σε κλασικό δίλημμα και καταφέρνει σε ένα βαθμό να το προεκτείνει: πόσο δεσμευμένος είσαι να ζεις με την αγάπη της ζωής σου, όταν ο περίφημος όρκος της αιωνιότητας εφαρμόζεται κυριολεκτικά;

 

Ο Λάρι (Μάιλς Τέλερ) δυστυχώς πνίγηκε από ένα κουλουράκι μπροστά στην οικογένειά του και ταξίδεψε με τρένο σε ένα τεράστιο resort, το Σταυροδρόμι, όπου τον περιμένει η σύμβουλος της μετά θάνατον ζωής (Νταβάιν Τζόι Ράντολφ) για να τον πλοηγήσει στις επιλογές του άπειρου υπόλοιπου της ψυχοσωματικής του ύπαρξης. Εκείνος θέλει να συνεχίσει με τη σύζυγό του, την Τζόαν (Όλσεν), γιατί κανένα άλλο απωθημένο δεν τον γεμίζει όσο η αγαπημένη του γυναίκα και μητέρα των παιδιών τους. Όταν με το καλό η Τζόαν φτάνει στον πολύβουο προθάλαμο του επέκεινα, παραμονεύει ένα αναπάντεχο twist. Ο πρώτος της σύζυγος, ο Λιούκ (Τέρνερ), ο οποίος σκοτώθηκε στον πόλεμο της Κορέας, την περιμένει υπομονετικά επί 67 χρόνια για μια δεύτερη ευκαιρία, και τώρα πρέπει η Τζόαν να αποφασίσει μεταξύ δύο ανδρών που τη διεκδικούν άτσαλα και συγκινητικά, σαν δυο αγόρια που μαλώνουν για τα μάτια της όμορφης πριγκίπισσας. Οι τρεις τους, μεταμορφωμένοι μαγικά επιστρέφουν στην πρώτη τους νιότη και λαμβάνουν ειδική άδεια γιατί η μία εβδομάδα δεν τους φτάνει για να τακτοποιήσουν τις εκκρεμότητες της καρδιάς, καθυστερώντας κωμικά σε δοκιμασίες ασυνήθιστες και επινοητικές, με φόντο μια κιτς Ντίσνεϊλαντ της δεκαετίας του ’70, έναν κόσμο που ψάχνεται χωρίς έρμα, αλλά και τις προσωπικές αναμνήσεις που θα παίξουν τον δικό τους ρόλο.

 

Στην τρίτη του μεγάλου μήκους, ο Ιρλανδός σεναριογράφος και σκηνοθέτης δανείζεται τις μεγάλες ιδέες των Πάουελ και Πρεσμπέργκερ από το αριστούργημά τους, Ζήτημα Ζωής και Θανάτου, διατηρώντας ελαφρύ άγγιγμα και μια διασκεδαστική αίσθηση στο είδος της αισθηματικής φαντασίας. Με το στόρι του, ανανεώνει το σασπένς μέσα στον φροντισμένο μικρόκοσμο που δημιουργεί, και μέσα στο χάος ενός ψυχαγωγικού ξενοδοχείου που μοιάζει με συνεδριακό ραντεβού ετερόκλητων καλεσμένων, ισορροπεί τις ερμηνείες και των τριών ηθοποιών: Η Ελίζαμπεθ Όλσεν και ο Μάιλς Τέλερ παίζουν δυο ανθρώπους που έφτασαν μέχρι τα γηρατειά αλλά μοιάζουν νέοι, συνεπώς πρέπει να μιλούν ώριμα και να χαίρονται το σκίρτημα της ζωτικής ενέργειας που ανέκτησαν στο ελπιδοφόρο Σταυροδρόμι. Ο Κάλουμ Τέρνερ από την άλλη έχει μοιραία κολλήσει σε μια παλιά εποχή, σαν τον Μοντγκόμερι Κλιφτ που δεν πρόλαβε να κάνει καριέρα, και συμπεριφέρεται σαν ακυρωμένος γόης με παλιομοδίτικα κόλπα κατακτητή. Όλοι τους έχουν χημεία, γεφυρώνοντας στυλ και εκφορά, ανεπαίσθητα και περίτεχνα. Είναι δύσκολο να φέρεις έναν αέρα περασμένων εποχών σε ένα σύγχρονο σκηνικό, αλλά ο Φρέιν το κάνει με κομψότητα και ρυθμό, ακόμη κι αν το Για Πάντα; γλυκαίνει για να μη βαρύνει, μάλλον επιδιώκοντας τον εύπεπτο ρομαντισμό αντί για ένα πιο υψιπετές δίλημμα.