Εν αρχή ην το μυθιστόρημα του Μανουέλ Πουίγκ. Η κινηματογραφική μεταφορά του Έκτορ Μπαμπένκο χάρισε το Όσκαρ α’ ανδρικού ρόλου στον Γουίλιαμ Χερτ για τον ρόλο του Μολίνα, ο οποίος διασκέδαζε με τις εξωτικές ιστορίες του τον συγκρατούμενό του, τον Βαλεντίν, την ίδια στιγμή που πιεζόταν να αποσπάσει πληροφορίες από αυτόν για να σώσει το τομάρι του και να αποφυλακιστεί. Η στενή συγκατοίκηση ενός ομοφυλόφιλου με έναν αριστερό στο λυκόφως της αργεντίνικης χούντας, με φαντασιακό φόντο ένα χολιγουντιανό παραμύθι όπου πρωταγωνιστούν το θηλυκό alter ego του Μολίνα, η πανέμορφη Ίνγκριντ Λούνα ως απογοητευμένη, μοιραία εκδότρια περιοδικών «Ορόρα», μαζί με τη σκοτεινή flip side περσόνα της, τη γυναίκα αράχνη, που με ένα της φιλί σκορπά τον θάνατο, έβαλε σε πειρασμό το Μπρόντγουεϊ.
Σε μουσική και στίχους των Κάντερ και Εμπ που είχαν υπογράψει το Καμπαρέ, το μιούζικαλ σάρωσε στα Tony, και τώρα, τρεις δεκαετίες αργότερα, ο σπεσιαλίστας του είδους Μπιλ Κόντον (Dreamgirls) το μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη, ξεκολλώντας ευκρινώς τους τέσσερις τοίχους από την τεχνικολόρ απόδραση, τη μιζέρια του εγκλεισμού από το πλουμιστό παραμύθι, τον ρεαλισμό από τη χίμαιρα. Το μουσικοχορευτικό αποτέλεσμα, ένα υπέρλαμπρο φωτορομάντσο βγαλμένο απευθείας από τις σελίδες του Βινσέντε Μινέλι και την MGM –πολύ περισσότερο από ένα ιντερλούδιο– εντυπωσιάζει. Στην πραγματικότητα όμως ο στόχος του έργου ανέκαθεν ήταν να συνδέσει το προσωπικό με το πολιτικό, και με έντεχνο τρόπο να παντρέψει οργανικά δυο αντίθετους κόσμους: τον απολιτίκ Μολίνα με τον στρατευμένο Βαλεντίν σε ένα συγκινητικό δράμα συντονισμένης συνειδητοποίησης. Εκεί υπάρχει πρόβλημα.
Το πρότυπο για το Φιλί ήταν, σύμφωνα με τις δηλώσεις του σκηνοθέτη, το Καμπαρέ, ένα πρωτοποριακό υβρίδιο σκηνικής αλληγορίας και αναπόδραστου ζόφου, απίστευτης έντασης στις ερμηνείες και τρομερών τραγουδιών, κλασικών στα όρια της αθανασίας. Το καλούπι έσπασε άμα τη κυκλοφορία του και άλλος Μπομπ Φόσι δεν γεννιέται, ειδικά στην πυρετώδη του κορύφωση. Η μεγάλη διαφορά της θεϊκής παρακμής της Σάλι Μπόουλς κατά την άνοδο του ναζισμού στη Γερμανία από την πονεμένη Ορόρα στο πίσω μέρος του μυαλού του καταπιεσμένου Μολίνα είναι η ειδοποιός διάκριση της τραγωδίας από το μελόδραμα: στην πρώτη δεσπόζει το οριστικό τέλος και σκεπάζει κάθε πρόθεση, καλοπροαίρετη ή εσφαλμένη, ενώ στο δεύτερο, παρά τις συμφορές που καταστρέφουν τους αγαπημένους πρωταγωνιστές, ο κόσμος παραμένει δίκαιος και ασφαλής – με ένα «μακάρι» να πλανάται στον γλυκό αέρα, μέχρι να συναντηθούν ξανά!
Όσο και να προσπαθεί να αναπαραστήσει πειστικά τη σκληρή πραγματικότητα, ο Μπιλ Κόντον μοιάζει να έχει στραμμένη την προσοχή του στο μιούζικαλ που ακολουθεί, να αδημονεί για τα acts που διαδέχονται την ομοερωτική, ανθρώπινη, αναγνωριστική προσέγγιση των Βαλεντίν και Μολίνα. Ο Ντιέγκο Λούνα δεν είναι ακριβώς ο διανοούμενος που παλεύει για τα ιδανικά της ελευθερίας με προσήλωση και αφοπλιστική καχυποψία – δεν διαθέτει το ειδικό βάρος για τον ρόλο, ταιριάζει περισσότερο σε πολυπρόσωπες και κινητικές καταστάσεις κι όχι σε απαιτητικές στιγμές σόλο υποκριτικής. Από την άλλη, ο Τονατιού, μια σωστή επιλογή σχετικά άγνωστης φυσιογνωμίας με queer ευαισθησία, εκφραστικό πρόσωπο και καλή φωνή, είναι άρτιος αλλά όχι βαθύς. Ο Μολίνα του Χερτ ήταν όλα ή τίποτε, τώρα ή ποτέ, ένα ασυναγώνιστο μέτρο για τον ρόλο, που δεν γίνεται εύκολα να ξαναγραφτεί στη δραματική και την ερωτική του απόγνωση. Ο αξιόμαχος Αμερικανός με το μοναδικό όνομα, δανεισμένο από τον θεό Ήλιο των Αζτέκων, σαφώς νιώθει πιο άνετα ταυτισμένος με το σκηνικό της μυθικής παραβολής ως γκέι συνοδός της ντίβας που θέλει να ερωτευθεί αλλά διαλέγει τον καταδιωγμένο άνδρα και περιμένει αξιοπρεπώς τη συγκυρία της ευτυχίας της. Στο χολιγουντιανό πλατό, ωστόσο, κυριαρχεί η Τζένιφερ Λόπεζ –στον διπλό ρόλο που είχε δοξάσει στη σκηνή η Τσίτα Ριβέρα–, με το χαρακτηριστικό της μπρίο, εμπειρία στην κίνηση που αρχικά σφράγισε με την original χορογραφία του ο Ρομπ Μάρσαλ, σε camp τελειότητα που της ταιριάζει απόλυτα, πανέμορφη και παθιάρα, λάτιν και Χόλιγουντ ανεξίτηλα μαζί – αυτό που είναι τόσα χρόνια, υπερθετικά και ελεγχόμενα. Επιπρόσθετα, η φωνή της ποτέ ως τώρα δεν ακουγόταν τόσο καλά, και το glam της είναι αβίαστο και θεαματικό. Κοινώς, δραπετεύει και πετάει όταν το στατικό και διαλογικό δράμα δεν εξαργυρώνεται σε αλήθεια και μοιάζει ψαλιδισμένο από το βιαστικό μοντάζ και τον τεχνητό φωτισμό, ειδικά στο πρώτο μισό.
Το Φιλί της γυναίκας αράχνης ήταν το στοίχημα για ένα άρτιο μιούζικαλ φτιαγμένο εκτός του ασφαλούς μηχανισμού και του ακριβού προϋπολογισμού ενός στούντιο, και στο επίπεδο παραγωγής είναι κερδισμένο. Τελικά, η κουβέντα γύρω από αυτό θα είναι αν η Λόπεζ θα κάμψει τις αντιστάσεις για τις κινηματογραφικές επιδόσεις και μετά τις άσφαιρες προσπάθειές της με το Selena και το Hustlers θα καταφέρει να μπει στην πεντάδα των Όσκαρ ερμηνείας β’ ρόλου.








- Facebook
- Twitter
- E-mail
0