Ένα «μπουκέτο» από μαλαματένιες κότες, τρελαμένες, λαμπερές και συγχρονισμένες στην εντέλεια, που χορεύουν breakdance και εκτοξεύουν τα φρέσκα αυγά τους προς τους έκθαμβους υπηρέτες του παλατιού είναι ίσως η μοναδική όαση κεφιού στον ομφαλοσκοπικό, υπολογισμένο, σεβαστικό, ας πούμε ευχάριστο, αν και μάλλον αγέλαστο φόρο τιμής της Disney στην Disney, και στη μυθολογία της. Χρόνια της πολλά, κλείνει έναν αιώνα ζωής, ξεκίνησε από δυο αδέλφια που εργάστηκαν σκληρά και ένα ταπεινό ποντίκι-σημαία ενός βασιλείου, εξελίχθηκε σε κολοσσό με επιρροή, χρήματα, δουλειές και εξαγορές, αν και πάντα με το καρτούν να αποτελεί το κινούμενο σχέδιο του DNA της, και εξακολουθεί να σπέρνει όνειρα για να θερίζει ελπίδες. Η Ευχή είναι καμωμένη από τεχνίτες και «τεχνολόγους», αλλά όχι ακριβώς από καλλιτέχνες. Συνδυάζει τις χειροποίητες νερομπογιές με την ψηφιακή εικόνα, δηλαδή τη ρομαντική σφραγίδα του 20ού αιώνα με την απολύτως απαραίτητη ταχύτητα της υψηλής ανάλυσης. Ο Γουόλτ θα πρέπει να έδωσε τις ευλογίες του από ψηλά: η ταινία αφήνει μια κλασική ντισνεϊκή αίσθηση, σκιτσάρεται στη φλέβα της Χιονάτης και της Ωραίας Κοιμωμένης, επιστρατεύει οικεία, αγαπημένα ζωάκια από τους στάβλους και τα λιβάδια της –ναι, αυτά που χαμογελάνε τρισχαριτωμένα και μιλάνε κανονικά–, γουρλωμένα κουνελάκια, πρόθυμα λευκά αλογάκια, ακόμη και έναν Μπάμπι, χτίζει ένα βασίλειο που θυμίζει πολλά άλλα, με ένα κάστρο απευθείας βγαλμένο από τα σπλάχνα της, φτυστό το σήμα που βλέπουμε εδώ και δεκαετίες να φιγουράρει στους τίτλους αρχής, και ψιθυρίζει την εμβληματική επωδό από τον Πινόκιο, το διάσημο «When you wish upon a star», για ευνόητους λόγους.

 

Το βασικό θέμα εδώ είναι η δύναμη της ευχής. Το concept παραμένει απλό και ζεστό: οι υπήκοοι της ισπανόμορφης χώρας/χωριού Ρόσας δίνουν την ευχή τους στον μονάρχη τους, τον όμορφο και βουτυράτο Μαγκνίφικο (ο Κρις Πάιν, σωστός στη διακύμανση από τον καθησυχαστικό αφέντη ως τον ψυχοπαθή νάρκισσο), και αμέσως την ξεχνούν. Εκείνος, υποτίθεται, την κρατά και τη διαφυλάσσει στον θόλο του τεράστιου σαλονιού του με απώτερο σκοπό να προστατεύει αιωνίως την ευάλωτη παραθαλάσσια γωνιά της Μεσογείου από οποιαδήποτε κακόβουλη επίθεση, ακόμη και στο επίπεδο της πρόθεσης. Η Αϊσά, όπως και κάθε συμπολίτης της, ονειρεύεται να μαθητεύσει δίπλα του και κατά τη διάρκεια της πολυπόθητης ακρόασής της διαπιστώνει πως ο αξιόπιστος βασιλιάς της δεν είναι παρά ένας ωραιοπαθής τύραννος που χρησιμοποιεί μαύρη μαγεία για να φυλακίσει τις επιθυμίες των υποκειμένων του και να διατηρήσει τον θρόνο με την πρόφαση μιας παλιάς ανταρσίας εναντίον του Οίκου του. Απογοητευμένη μετά την απόρριψη και την πικρή συνειδητοποίηση ενός ζοφερού και άκαρδου μέλλοντος, στρέφει το βλέμμα προς τον ουρανό και, όπως της είχε διδάξει ο εκλιπών πατέρας της, κάνει μια ευχή με όλη της την καρδιά. Ένα μικροσκοπικό, σκανταλιάρικο αστεράκι εμφανίζεται τότε μπροστά της, ευφραίνει τους απογοητευμένους κατοίκους και τη βοηθά να ανακτήσει τη συλλογική ελπίδα για καλύτερη ζωή που είχε μετατραπεί σε χίμαιρα. 

 

Ενώ η υπόθεση ακούγεται σαν τυπική ντισνεϊκή φαντασία, στον πυρήνα της Ευχής κρύβεται μια σαφής προειδοποίηση για το διχασμένο αμερικανικό έθνος. Εν μέσω μιας συνεχιζόμενης πολιτικής κρίσης, και με τον οργίλο Τραμπ να απειλεί με εκδίκηση και ξεριζωμό των ενοχλητικών ζιζανίων που τον ενοχλούν και τον οδηγούν σε δικαστική εξόντωση με το που αναλάβει, καθώς θεωρεί ότι έχει σίγουρη την προεδρεία, η Ευχή μεταφέρει αλληγορικά τον ορατό κίνδυνο της κατάρρευσης της δημοκρατίας μέσα από την αρχή του ενός, του πατέρα-αφέντη που δεν δέχεται κουβέντα ή αντίρρηση και προσπαθεί με λαϊκίστικα κόλπα να διατηρήσει τη δημοφιλία του και να κερδίσει χρόνο μέχρι να αποστηθίσει ολόκληρο το εγχειρίδιο του άτρωτου ηγέτη. Με μια απλή αναγωγή, η ευχή είναι η ψήφος και η μαγεία, το ψέμα που υπόσχεται ζωή χαρισάμενη και στην ουσία ακυρώνει το δικαίωμα της καταφρονεμένης μονάδας να αλλάξει τη μοίρα του. Η ίδια η ταινία εννοείται πως δεν τα λέει ανοιχτά αλλά, ως μήνυμα ραμμένο στη χρυσοποίκιλτη φόδρα της, παρουσιάζει ενδιαφέρον. 

 

Την εκτέλεση ανέλαβαν ο έμπειρος Κρις Μπακ, βραβευμένος με Όσκαρ για το Ψυχρά κι Ανάποδα, μαζί με τη Φον Βιρασάνθορν, σεναριογράφο της Μοάνα και της Ράγια, και προφανώς εγκεκριμένη στον τομέα της γυναικείας ενδυνάμωσης. Η ηρωίδα, που ενσαρκώνει φωνητικά η νικήτρια του Όσκαρ β’ ρόλου για το West Side Story, Αριάνα ντι Μπόουζ, είναι μία ακόμα έθνικ μαχήτρια, δυσανεκτική στη δικτατορική συμπεριφορά (θα έβγαινε άνετα πρόεδρος του δεκαπενταμελούς, με άριστα στο μάθημα της ανταλλαγής επιχειρημάτων) και όσο πρέπει αυθάδης, για να κινηθεί η διαδικασία του παραμυθένιου δράματος. Σκηνοθετικά, η Ευχή αναλαμβάνει τη δύσκολη αποστολή του tribute μιας θεματικής και αισθητικής ανθολογίας που ενσωματώνει τη συνισταμένη μιας ένδοξης πορείας. Γεφυρώνει το παρελθόν με το παρόν; Κάπως. Το μέλλον πάντως δεν το προοικονομεί. Περισσότερο μοιάζει με κοφτά μονταρισμένο μεγάλο περίπατο στο μουσείο κινουμένου σχεδίου του Ντίσνεϊ παρά με νέα πρόταση που θα μας άνοιγε την όρεξη για κάτι διαφορετικό, προσεχώς.