Στo Au Hasard Balthazar του Ρομπέρ Μπρεσόν ένας γάιδαρος αλλάζει ιδιοκτήτες και γνωρίζει την καλή και, κυρίως, την κακή πλευρά των ανθρώπων. Παρεμπιπτόντως, είναι η πιο προσβάσιμη και πιθανότατα η καλύτερη ταινία του, οπότε προτείνουμε, σε όσους θεατές ενθουσιαστούν με το Eο και δεν την έχουν υπόψη τους, να την αναζητήσουν.

 

Ο λόγος που αναφερόμαστε στο μπρεσονικό αριστούργημα είναι επειδή η νέα ταινία του θρυλικού Γέρζι Σκολιμόφσκι αποτελεί μια σύγχρονη παραλλαγή του. Αν, όμως, εκεί ο γαϊδαράκος λειτουργεί ως σύμβολο και το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στους ανθρώπους γύρω του και στην προβολή και (δυστυχώς) στην εκτόνωση όσων τους απασχολούν πάνω του, το Εο είναι –επιτρέψτε μας την εξυπνάδα‒ ένα διαφορετικό «ζώο».

 

Στην ταινία ο Πολωνός σκηνοθέτης προσπαθεί να μας κάνει να (ξανα)δούμε τον κόσμο μας μέσα από τα μάτια του τετράποδου ήρωα. Και εδώ ο γάιδαρος αλλάζει αφεντικά και η αφήγηση είναι χωρισμένη σε επεισόδια, μόνο που δεν υπάρχουν μεταβατικές σκηνές από το ένα στο άλλο, χωρίς η απουσία τους να διακόπτει τον ρυθμό και τη ροή της αφήγησης. Πρόκειται εμφανώς για μια προσπάθεια να βιώσουμε τον χρόνο με τον τρόπο που (ενδεχομένως) τον αντιλαμβάνεται το ζώο. Ταυτόχρονα, μέσω φωτορυθμικών, ζωηρής εικονογραφίας, φρενήρους, ανά διαστήματα, εναλλαγής πλάνων και ενός ιμπρεσιονιστικού ηχοτοπίου, ο Σκολιμόφσκι επιχειρεί να «μεταφράσει» κινηματογραφικά το βλέμμα του γαϊδαράκου, θέλει να διανύσουμε τη διαδρομή του μέσα από τη δική του εμπειρία.

 

Ο στόχος της ταινίας είναι σαφής ήδη από τον τίτλο της. «Eo» ‒προφέρεται Ίο στα ελληνικά‒ είναι το όνομα του γαϊδαράκου, μα ταυτόχρονα είναι και η κραυγή του. Πρόκειται για μια κινηματογραφική «κραυγή» για τα δικαιώματα των ζώων που, ανάλογα με τον βαθμό της φιλοζωϊκής ευαισθησίας του καθενός, μπορεί ακόμα και να τον συγκλονίσει. Η θεματική της ταινίας και μόνο ίσως να αρκούσε για να κερδίσει την εύνοια, αν όχι την καρδιά κάποιων θεατών· εμείς θα επικαλεστούμε για ακόμα μια φορά το γνωστό ρητό του Ρότζερ Ίμπερτ και θα πούμε ότι μεγαλύτερη σημασία από το «τι λες» έχει το «πώς το λες». Ε, και ο τρόπος που το λέει ο Σκολιμόφσκι είναι εκείνο που μας κέρδισε στο Εο.

 

Πρόκειται για μια ταινία με τρομερή ενέργεια, δυσκολεύεσαι να πιστέψεις ότι είναι προϊόν ενός 84χρονου πεπειραμένου δημιουργού που δεν έχει τίποτα να αποδείξει και όχι ενός νεόκοπου κινηματογραφιστή, ο οποίος θέλει να σαρώσει με ορμή τα πάντα στο πέρασμά του. Σκεφτείτε ότι στο φιλμ υπάρχει ακόμα και μια εμβόλιμη(;) σεκάνς ενός ρομποτικού σκύλου που τρέχει, γεννημένη λιγότερο από τον σκηνοθέτη Σκολιμόφσκι και περισσότερο από τον ποιητή – μια ιδιότητα που, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, κάνει την εμφάνισή της σχεδόν στο σύνολο της φιλμογραφίας του.

 

Είδαμε σχετικά πρόσφατα δύο ακόμα ταινίες που απευθύνονταν στα φιλοζωικά ένστικτα του κοινού μέσω της προσομοίωσης, το Gunda και το Cow. Αμφότερες, όμως, ήταν υβριδικά ντοκιμαντέρ. Και όπως και να το κάνουμε, σε επίπεδο συναισθηματικής εμπλοκής και συγκινησιακής φόρτισης, η μυθοπλασία θα έχει πάντα το προβάδισμα έναντι της τεκμηρίωσης. Πολύ περισσότερο όταν πρόκειται για μυθοπλασία τόσο εφευρετικής αισθητικής.