Ένας ληστής τράπεζας σκέφτεται να παραδοθεί επειδή ερωτεύεται και εφεξής θέλει να ζήσει μια τίμια ζωή. Όταν όμως συνειδητοποιεί ότι οι αστυνομικοί είναι πιο διεφθαρμένοι από εκείνον, ρίχνεται στη μάχη εναντίον τους για να καθαρίσει το όνομά του.

 

Στην Αρπαγή ο Λίαμ Νίσον ξεκίνησε να μεταφράζει την κούραση της ηλικίας σε γόνιμη εξαργύρωση της πείρας του, μια υπαρξιακή ανησυχία για την επίδραση των επιλογών του στους κοντινούς του ανθρώπους. Πάνω από μία δεκαετία αργότερα, το στερεοτυπικό κλισέ τον στοιχειώνει, γιατί η επιτυχία του υπήρξε απροσδόκητα μεγάλη. Πλέον φαίνεται μπαφιασμένος που καλείται να παίξει ακριβώς τον ίδιο ρόλο με περίπου τα ίδια λόγια, σε ένα σκηνικό που παραλλάσσεται ελαφρώς μόνο για τα προσχήματα. Το μότο του Έντιμου Κλέφτη θα μπορούσε να είναι «ο Νίσον, και να θέλει ν’ αγιάσει, δεν τον αφήνει το ένστολο κατεστημένο, το διεφθαρμένο». Ο ληστής που υποδύεται ερωτεύεται επιτέλους και αποφασίζει να παρκάρει και να παραδώσει τη βρόμικη μπάζα που έχει κάνει με έναν απλοϊκό για την ευφυΐα του εξωδικαστικό διακανονισμό, αλλά στην ιδιωτική συναλλαγή που επιχειρεί πέφτει πάνω σε έναν πονηρό πράκτορα και ο ένας κυνηγά τον άλλον, με την ανίδεη σύντροφό του σχετικά εύκολο θύμα αρπαγής καταμεσής της χλιαρότατης δράσης. Η ρελαντί περιπέτεια του Μαρκ Γουίλιαμς διακρίνεται κυρίως για τη στατικότητά της και βλέπεται μόνο ως χαλαρή κομεντί πάνω στο είδος, που αποτελεί πλέον τη σπεσιαλιτέ στη λίστα του πάλαι ποτέ Σίντλερ.