Ο πρωταγωνιστής στην ταινία Corpus Christi του Γιαν Κομάσα είναι ανήσυχος και νευρικός, κυνηγημένος από το εκρηκτικό του ταμπεραμέντο και μια μόνιμη τάση για φυγή. Έχει τη δυνατότητα για μια δεύτερη ευκαιρία έξω από το αναμορφωτήριο και ο πατήρ Τόμας, που τον επιτηρεί, τον νουθετεί με ρεαλισμό και ντρομπροσύνη, λέγοντάς του πως το χειρωνακτικό πόστο σε ένα απομακρυσμένο εργοστάσιο στην πολωνική επαρχία είναι το εισιτήριό του.

 

Με την παραβατικότητα να κυλά στις φλέβες του, βλέπει πως θα έχει μπελάδες με το που φτάνει στο χωριό και από συγκυρία αποφασίζει να παραστήσει τον αντικαταστάτη του ιερέα της ενορίας, έχοντας μάλιστα κλέψει ένα κολάρο ως αξεσουάρ. Και όχι μόνο δεν ήταν αχρείαστο, αλλά, πείθοντας χωρίς ιδιαίτερο κόπο το ποίμνιο, ακόμα και τη νεαρή κόρη της σιωπηλής βοηθού του ιερέα, έπεσε με τα μούτρα στο κήρυγμα, επιστρατεύοντας τις διδαχές που είχε τσακώσει ακροθιγώς από το αναμορφωτήριο, κείμενα που ξεσηκώνει στα γρήγορα από το κινητό του και, κυρίως, αυτό που αισθάνεται βαθιά μέσα του, ανανεώνοντας με τον λόγο του το ενδιαφέρον μιας συντετριμμένης μικρής κοινότητας.

 

Ένα τραγικό αυτοκινητικό δυστύχημα είχε στοιχίσει τη ζωή σε νέα παιδιά μερικά χρόνια πριν, ξεκληρίζοντας το χωριό και βυθίζοντας συγγενείς και φίλους σε ένα πένθος που επιτείνεται από τη διάχυτη θεοφοβία. Ξύπνιος και ευαίσθητος, ο Ντάνιελ δεν αργεί να καταλάβει πως οι αναγκαστικά καθολικοί, σβησμένοι από την πίκρα και την αδικία συμπολίτες του είναι βουτηγμένοι στην υποκρισία αλλά και στο απωθημένο μίσος για τον άνθρωπο που θεωρούν υπεύθυνο για τον αδόκητο χαμό των νέων παιδιών.

 

Και ως άλλος Δανιήλ θα ριχτεί στον λάκκο των λεόντων με μοναδικό όπλο τις εγκάρδιες, μεταδοτικές προσευχές του, χωρίς πλάνο, αλλά με σκοπό να πετύχει, επιτέλους, κάτι στη ζωή του, επινοώντας απροσδόκητες κινήσεις στη διαδρομή. Γίνεται το Σώμα του Χριστού σε μια αυταπάτη αφύπνισης, μια αυθυποβολή που εκτελείται με εύστοχο αυτοσχεδιασμό στον καλοπροαίρετο δράστη αλλά και στα πρόθυμα θύματά του.

 

Ρέκτης και δέκτης, αποκαλυπτικής έντασης και διεισδυτικού βλέμματος που καίει και ταυτόχρονα παγώνει την κάμερα, ο Ντάνιελ του Μπάρτος Μπιελένια είναι ο μπαλαντέρ μιας έξοχης δραματικής μελέτης του Πολωνού σκηνοθέτη στα μπερδεμένα όρια που χωρίζουν το καλό από το κακό στη σύγχρονη κοινωνία, εφαρμοσμένης στη συνθήκη μιας οπισθοδρομικής, σχεδόν σκοταδιστικής κατάσταση που παραπέμπει σε περασμένες εποχές.