Ένας εύπορος μεγαλοαστός και οι τρεις γιοι του αποσύρονται σε μια εξοχική έπαυλη όπου περνούν τις μέρες τους μέσα στην απόλυτη νωθρότητα, με τη νεαρή και όμορφη υπηρέτριά τους να κάνει τα πάντα γι’ αυτούς. Παραδίδονται στην ηδονή του ύπνου, και η τεμπελιά εμποτίζει τον κόσμο τους, σε σημείο που μοιάζουν πια ζωντανοί-νεκροί. Αντίθετα, η γυναίκα είναι η μόνη που εκπροσωπεί θετικές αξίες, θέληση και δράση. Η σταδιακή αλλά σταθερή παρακμή αγγίζει την αποσύνθεση και την πλήρη καταστροφή, καθώς ακόμα και βιολογικές ανάγκες αρχίζουν να αδρανούν. Τελικά, ο νεότερος γιος θα προσπαθήσει να ξεφύγει;
Δύο πρώην σύντροφοι, η Γουίλα και ο Μπιλ, ξαναβρίσκονται χρόνια μετά τον χωρισμό τους, όταν αναγκάζονται να διανυκτερεύσουν στο αεροδρόμιο λόγω κακοκαιρίας. Και οι δύο θέλουν να γυρίσουν σπίτια τους, αλλά στη διάρκεια της νύχτας καταλήγουν να αναπολούν το παρελθόν τους και όσα θα μπορούσαν να είχαν εξελιχθεί διαφορετικά.
Ένας βετεράνος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου) το σκάει από ένα γηροκομείο στη Βόρεια Ιρλανδία και κάνει ένα συναρπαστικό και κουραστικό ταξίδι μέχρι τη Γαλλία για να παρευρεθεί στον εορτασμό της 75ης επετείου από την απόβαση στη Νορμανδία.
Το μέλλον διαγράφεται αμφίβολο για την τελευταία παμπ που έχει απομείνει σ’ ένα χωριό της βορειοανατολικής Αγγλίας, την Old Oak. Οι περισσότεροι ντόπιοι εγκαταλείπουν το μέρος, καθώς τα ορυχεία στα οποία δούλευαν κλείνουν το ένα μετά το άλλο, ενώ Σύριοι πρόσφυγες καταφθάνουν στο χωριό όπου τα σπίτια είναι φτηνά.
Tα πάντα στη ζωή του Πολ Μάθιους, ενός βαρετού ακαδημαϊκού, ανατρέπονται, όταν εκατομμύρια άγνωστοι αρχίζουν να τον βλέπουν στα όνειρά τους. Όταν αυτές οι νυχτερινές εμφανίσεις του πάρουν εφιαλτική τροπή, ο Πολ αναγκάζεται να τα βγάλει πέρα με την αναπάντεχη φήμη του.