Ο Κύριος Βερντού σηματοδοτεί την πρώτη φορά που ο Τσάρλι Τσάπλιν παίζει ρόλο που δεν είναι ο εμβληματικός αλήτης που τον καθιέρωσε παγκοσμίως. «Ο Τσάπλιν αλλάζει» έγραφε η αφίσα της ταινίας, όπως, αντίστροφα, το 1939, «Η Γκάρμπο γελάει», για τη Νινότσκα, το ντεμπούτο της κλαίουσας, βλοσυρής ντίβας στην κομεντί του Λιούμπιτς. Όλα ξεκίνησαν από την επίσκεψη του Όρσον Γουέλς στον διάσημο κωμικό και την πρόταση του δημιουργού του Πολίτη Κέιν για ένα δραματικό χρονικό του Κυανοπώγωνα της Γαλλίας, του διαβόητου Λαντρί, ο οποίος σκότωσε τουλάχιστον 10 γυναίκες (και έναν άνδρα), καταδικάστηκε σε θάνατο και οδηγήθηκε στην γκιλοτίνα τη δεκαετία του '20.

 

Ο Τσάπλιν διέκρινε την ευκαιρία για μια σοβαρή στροφή, αλλά το σχέδιο εγκαταλείφθηκε προσωρινά. Αργότερα ο Τσάπλιν οραματίστηκε την ίδια ιστορία ως κωμωδία και, καλώντας τον Γουέλς, διαπίστωσε πως δεν είχε γραφτεί κανονικό σενάριο επί του θέματος, ούτε λέξη. Δίνοντας 5.000 δολάρια στον χρόνια στερημένο από μετρητά σκηνοθέτη και ηθοποιό, κατοχύρωσε τα δικαιώματα, χαρίζοντάς του το credit της ιδέας ‒ ο Γουέλς δεν θυμόταν τις λεπτομέρειες, αλλά υποστήριζε πως, αφού έτσι ισχυρίζεται ο Τσάπλιν, έτσι θα ήταν.

 

Όταν ο Βερντού λέει πως αγαπά τις γυναίκες, αλλά δεν τις σέβεται, απηχεί, με έναν παράξενο, αλλά όχι μακρινό τρόπο τη στάση του ίδιου του Τσάπλιν απέναντι στο γυναικείο φύλο, τον υποτιμητικό του διαχωρισμό ανάμεσα στη λαγνεία και στην ισότιμη αντιμετώπιση.

 

Η ταινία προσγειώθηκε σε μια περίοδο ιδιαίτερα κακή για τον άλλοτε Βρετανό θεό της κωμωδίας. Η Αμερική τον σιχαινόταν γιατί τον θεωρούσε κομμουνιστή και ανώμαλο, έχοντας μεταστρέψει ριζικά τη λατρεία σε φόβο και αγανάκτηση αμέσως μετά τον πόλεμο. Είχαν μεσολαβήσει επτά χρόνια μετά τον Μεγάλο Δικτάτορα και οι φιλοαριστερές απόψεις του Τσάπλιν έβρισκαν την κοινή γνώμη, που έβραζε λόγω των προσωπικών του σκανδάλων, τελείως αντίθετη αλλά και αγνώμονα ως προς τον άνθρωπο που εκλαΐκευσε την κωμωδία με την περσόνα του κατεξοχήν προλετάριου ήρωα φτωχών και καταφρονεμένων, του αισιόδοξου και ανθεκτικού tramp.

 

Η μυθοπλαστική παραλλαγή του Λαντρί βαφτίστηκε Βερντού και τα χαρακτηριστικά του διατηρήθηκαν σε μεγάλο βαθμό. Όντως, ο Τσάπλιν αναχωρεί οριστικά από τον τύπο που έπλασε τόσο μεθοδικά επί δεκαετίες (τον είχε ακουμπήσει στον κουρέα του Δικτάτορα), έστω κι αν σε αρκετές στιγμές της ταινίας ενδίδει στον πειρασμό να χαριεντιστεί, χαμογελώντας πονηρά, σουφρώνοντας τα χείλη του ή επαναλαμβάνοντας gags από το ένδοξο, βωβό παρελθόν του.

 

Ο δίγαμος, διπρόσωπος Βερντού είναι το τέρας που γέννησε η μεγάλη κρίση του '29, που ξεκίνησε από τις ΗΠΑ με το ηχηρό Κραχ, προκάλεσε ωστικό κύμα οικονομικών συνεπειών και φασιστικών κυβερνήσεων στην Ευρώπη, άλλαξε το πρόσωπο της κοινωνίας και δηλητηρίασε τον 20ό αιώνα με πολέμους, ανέχεια και κυνισμό ‒ κάτω από αυτήν τη λογική παραλαμβάνει την παραβολή του Μεγάλου Δικτάτορα και την αντιγυρίζει με έναν σκοτεινό ρεαλισμό, έντεχνα μασκαρεμένο σε μαύρη κωμωδία, ενίοτε ακραία.

 

Συναισθηματικά αφοσιωμένος στην καλόκαρδη σύζυγο και τον μικρό του γιο που ζουν ήσυχα στη γαλλική εξοχή, ο Βερντού σαγηνεύει γυναίκες και τις σκοτώνει για να αρπάξει τις περιουσίες του, υιοθετώντας διαφορετικές τακτικές, άλλα επαγγέλματα, στολές και πρόσωπα, για να φτάσει στον στόχο του. Πάντοτε ευγενικός και αξιοπρεπής, δεν έχει ξεπεράσει την απόλυσή του (εργαζόταν ως ταμίας επί 30 χρόνια και τον έφαγε η κρίση, όπως πολύ κόσμο) και μετακινείται συνέχεια για να προλάβει τις υποχρεώσεις που ανακύπτουν με τα αιματοβαμμένα κέρδη του.

 

Η ταινία είναι βαθιά ανήθικη, αλλά καθόλου αήθης: ο Βερντού αφήνει μικρά σημεία της ψυχής του να φανερωθούν από τις πράξεις και τους τρόπους του, τη μέθοδο και τη ρουτίνα που ακολουθεί, αλλά αποκαλύπτει πραγματικά την ψυχή του

 

Το μικρόβιο του καπιταλισμού δεν τον έχει εγκαταλείψει και δρα ως όμηρος ενός συστήματος εξάρτησης του ατόμου-γρανάζι σε μια αλυσίδα συνεχούς πίστωσης, σαν να συναλλάσσεται με τα θύματα και τους δήμιους, εκτελώντας χρέη μακάβριου μεσάζοντα. Ενώ λειτουργεί ως προστάτης χωρίς περιστροφές για την «κανονική» του οικογένεια, χορογραφεί το φονικό alter ego του με την ψυχραιμία χειρουργού και την αναισθησία τραπεζίτη.

 

Η ταινία είναι βαθιά ανήθικη, αλλά καθόλου αήθης: ο Βερντού αφήνει μικρά σημεία της ψυχής του να φανερωθούν από τις πράξεις και τους τρόπους του, τη μέθοδο και τη ρουτίνα που ακολουθεί, αλλά αποκαλύπτει πραγματικά την ψυχή του όταν συναντά ένα νέο κορίτσι στον δρόμο, το οποίο μόλις έχει αποφυλακιστεί και του εξομολογείται πως η αγάπη, η θυσία και η αυταπάρνηση υπάρχουν, και τις είχε συναντήσει στο πρόσωπο του άνδρα της που έφυγε από τη ζωή.

 

Όταν επισημαίνει πως ο σύζυγός της ήταν ανάπηρος, ο Βερντού λυγίζει. Και η δική του γυναίκα είναι καθηλωμένη σε καροτσάκι και όλα τα ανθρωπιστικά του αισθήματα ενεργοποιούνται έτσι ώστε να τη λυπηθεί και να της χαρίσει τη ζωή ‒ μια αδυναμία που θα βρει την ανταπόδοσή της στη συνέχεια της ταινίας. Όταν ο Βερντού λέει πως αγαπά τις γυναίκες, αλλά δεν τις σέβεται, απηχεί, με έναν παράξενο, αλλά όχι μακρινό τρόπο τη στάση του ίδιου του Τσάπλιν απέναντι στο γυναικείο φύλο, τον υποτιμητικό του διαχωρισμό ανάμεσα στη λαγνεία και στην ισότιμη αντιμετώπιση.

 

Ο Βερντού συνδυάζει την έπαρση της εξυπνάδας (είναι ένας εγκληματίας που πιστεύει πως κανείς δεν θα τον συλλάβει γιατί θα τους προλάβει εκείνος) και του αισθηματία, που όμως κρατά μια ασφαλή απόσταση από το αντικείμενο της λατρείας του. Διαθέτει, ωστόσο, τη νοημοσύνη, την καλλιτεχνική και την πνευματική (διότι και ο Βερντού είναι ένας καλλιτέχνης, τρόπον τινά, με εξαιρετική ποικιλία εκτελέσεων, από κρεματόρια που παραπέμπουν στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και περίτεχνα συσκευασμένα φαρμάκια, μέχρι σχοινιά, πέτρες και τα ίδια του τα χέρια), να αποδεχτεί τη μοίρα του και να παραδοθεί στο πεπρωμένο, καθώς συνειδητοποιεί πως για μερικά πράγματα δεν αξίζει να προσπαθείς όταν το κίνητρο έχει εκλείψει και ο χρόνος έχει παρέλθει. Δεν αποτελεί παράδοξο η αποτυχία της ταινίας στην Αμερική και ο θρίαμβός της στην Ευρώπη, ειδικά στη Γαλλία.

 

Παρά την υποψηφιότητα για Όσκαρ Σεναρίου, η αρχή του αμερικανικού τέλους για τον άνθρωπο που συν-έχτισε το Χόλιγουντ είχε φτάσει. Όταν ο Τσάπλιν έλεγε σε συνεντεύξεις Τύπου, «παρακαλώ, συνεχίστε να με κατακρεουργείτε», είχε ήδη, νοερά, στην τσέπη τα εισιτήριά του για το ταξίδι χωρίς επιστροφή στην Ελβετία, τον τελευταίο τόπο κατοικίας του. Μετά την οριστική του αναχώρηση το 1952, θα επέστρεφε στο Λος Άντζελες 20 χρόνια αργότερα, για να παραλάβει το τιμητικό Όσκαρ από τα χέρια μιας γενιάς που διαολόστελνε την προηγούμενη και τον χειροκροτούσε επί 6 λεπτά στην κατάμεστη αίθουσα, αναγνωρίζοντας τη συμβολή του. Στη διαδρομή από το αεροδρόμιο προς την τελετή, παρατηρώντας από το αυτοκίνητο την άλλοτε οικεία γειτονιά του, το μόνο που ξεστόμισε στωικά ήταν: «Τράπεζες, τράπεζες, παντού τράπεζες...».