Το αντίθετο: οι «50 Αποχρώσεις του Γκρι» δεν είναι πιο σκοτεινές αλλά πιο ζεστές, καθώς ο Κρίστιαν υποκύπτει στους όρους της Άνα και πηγαίνει με τα νερά της, τη βανιλένια σχέση που αυτή ήθελε εξαρχής να συνάψουν κι εκείνος απόδιωχνε όπως ο διάολος το λιβάνι ή όπως ο αφέντης τον μάστορά του. Η ταινία του Τζέιμς Φόλι προσπαθεί να εκπέμψει απειλή, όμως η πλοκή κολυμπάει στα απόνερα της πρώτης − μια ακόμη παραλλαγή της «Pretty Woman», που έχει λίγη περιέργεια επί του σεξουαλικού πόνου και αντιστέκεται στην ιδιοκτησία. Ο Γκρέι δηλώνει πως δεν είναι αφέντης αλλά ένας σκέτος σαδιστής με τραύματα που κουβαλάει από την άκρως προβληματική μητέρα του και προσωπικά παραδέχομαι πως η παρακολούθηση της ταινίας είναι μια οριακή μαζοχιστική εμπειρία που δεν ολοκληρώνεται, ούτε καταλήγει κάπου.

 

Αυτό το μεσαίο κομμάτι της pulp τριλογίας της συγγραφέως E.L. James δεν διαθέτει καν την υφολογική κομψότητα του πρώτου ούτε την εκκρεμότητα της υπόσχεσης για κάτι βαθύτερο − περιττό να υπενθυμίσω πως δεν γνώριζα ούτε έχω ενημερωθεί για τη συνέχεια, γιατί δεν έχω διαβάσει τα μυθιστορήματα. Γι' αυτόν το λόγο υπήρξα σχετικά επιεικής με την προσπάθεια της Σαμ Τέιλορ Τζόνσον και δεν βλέπω τίποτα συγκινητικό, χιουμοριστικό ή στο παραμικρό αγωνιώδες στο δεύτερο μέρος. Μάλιστα, υπάρχει μια σκηνή σασπένς προς το τέλος του φιλμ με ένα δυστύχημα (ας μην πως κάτι άλλο) που λειτουργεί κωμικά ερήμην του. Το θέμα και μόνο είναι με το «καλημέρα» ανοιχτό στην παρωδία και η σφήνα εμφάνιση της Κιμ Μπέισιντζερ (ναι, έχει πάρει Όσκαρ, αλλά σκεφτείτε την υπόλοιπη φιλμογραφία της) φέρνει αμέσως στον νου τις κακές εποχές της μασκαρεμένης τσόντας, από τις «9 1/2 Εβδομάδες» μέχρι την «Άγρια Ορχιδέα», που, στο φινάλε, δεν συγκάλυπταν τον ερωτισμό με άδεια σεξουαλικότητα αλλά με έναν ενισχυμένο, soft core αισθησιασμό. Οι «50 (σκέτες) Αποχρώσεις του Γκρι» άνοιγαν το παράθυρο σε μια ψυχολογική αγριότητα και οι επονομαζόμενες σκοτεινότερες φουντάρουν το ζεύγος στον βωμό του γάμου. Ούτε καν ένοχη απόλαυση.