Μόλις την προηγούμενη εβδομάδα είδαμε το Ένα ολόγραμμα για τον βασιλιά, όπου ο σκηνοθέτης Τομ Τίκβερ παρενέβη με το χαρακτηριστικά δυναμικό του στυλ στην πολυθεματική της ταινίας, καθώς, εκτός από το πορτρέτο του Αμερικανού πωλητή στη Μέση Ανατολή, καταπιάστηκε με τα ψυχοσωματικά συμπτώματα ενός ανθρώπου που εκπροσωπεί μια αμφίβολη νοοτροπία, τη σύμπλευση της δυτικής με την αραβική κουλτούρα σε θέματα καρδιάς, την αμαρτωλή σύγκρουση συμφερόντων της Κίνας με τις ΗΠΑ σε θέματα τσέπης, τις οριακά μεγάλες αποφάσεις σε σχετικά μεγάλη ηλικία, με καταλύτη τον πάντα αξιόπιστο everyman Τομ Χανκς. Ο Γερμανός σκηνοθέτης συνηθίζει να προσθέτει στυλ, το δικό του στυλ, όποτε αισθάνεται πως χρειάζονται τονωτική ένεση στην υφή τους. Είναι από ανασφάλεια ή υπερβολική σιγουριά; Ιδιάζον στίγμα ή μια σειρά από τρικ ματαιοδοξίας; Η απάντηση μπορεί να δοθεί με προσεκτική ματιά στο ιστορικό τους – στο κατά πόσον, κατ' επανάληψιν, τέτοιου είδους σκηνοθέτες επιδεικνύονται αναίτια, αντί να φιλοκαλούν μετ' ευτελείας. Κάπου εκεί ξεχωρίζουν οι Ταραντίνο και Αλμοδόβαρ αυτού του κόσμου από τους υπόλοιπους. Ο Τίκβερ δεν παραλείπει να δηλώνει την παρουσία του με πολύ πιο τεχνητούς τρόπους απ' ό,τι στο Τρέξε Λόλα Τρέξε, κερδίζοντας επάξια τη φήμη του, όπως περίπου, σε ένα άλλο μήκος κύματος και προβληματικής, ο Ιταλός Τζιουζέπε Τορνατότε, μετά τον θρίαμβό του στο Σινεμά ο Παράδεισος. Με το Θα σε περιμένω πάντα ο Τορνατόρε δουλεύει πάνω σε μια πιο περίπλοκη ιδέα σε σχέση με το Ολόγραμμα που τον απασχολούσε επί μια 20ετία, σύμφωνα με δικές του δηλώσεις, περιμένοντας την έμπνευση, και ίσως την τεχνολογία, για την υλοποίησή της. Ωστόσο, το φαντασματικό ρομάντσο του Τορνατόρε μεταξύ μιας νέας κοπέλας και του κατά πολύ μεγαλύτερου, δασκάλου-μέντορα-εραστή της δεν παραπέμπει στο επέκεινα, όπως, για παράδειγμα, το αβυσσαλέο PS. I love you, με τον Τζέραλντ Μπάτλερ. Αντίθετα, βασίζεται σε μια ακολουθία από βιντεογραφημένα και, μέσω κινητού τηλεφώνου, γραπτά μηνύματα που οργανώνει ο πρωταγωνιστής (αστροφυσικός, έξυπνος, καλλιεργημένος, ευγενικός, συγκεντρωτικός) ώστε να σταλούν στην πρωταγωνίστρια, μια φαινομενικά αποφασιστική ύπαρξη, με άλυτα προσωπικά θέματα από το παρελθόν που ξορκίζει ακραία, αναλαμβάνοντας επικίνδυνες δουλειές κασκαντέρ, φλερτάροντας συστηματικά με τον θάνατο, ως μέσο λύτρωσης για έναν τραγικά λάθος χειρισμό της. Το προαναφερθέν στοιχείο του «τεχνητού», του ας πούμε μαγικού παράγοντα, με το οποίο ο Τορνατόρε μας υπενθυμίζει σε όλη του τη φιλμογραφίας πως παρακολουθούμε σινεμά και όχι μια ακόμη ρεαλιστική ιστορία, δεν λειτουργεί πάντα προς όφελός του, καθώς η λεπτή ισορροπία ανάμεσα στο πιστευτό και την υπερβολή τίθεται επί τάπητος από τον ίδιο και τους θεατές. Με λίγα λόγια, το Θα σε περιμένω πάντα διαθέτει γοητευτικές στιγμές, ειδικά σε κάποιες εξομολογήσεις του Τζέρεμι Άιρονς μπροστά στην αυτοσχέδια κάμερα, και πολύ περισσότερα φάλτσα που ενισχύονται από τη γεωγραφική/χρονική απόσταση των ηρώων και την αμηχανία της Κουριλένκο μπροστά στην πολλαπλασιασμένη διάσταση που λαμβάνει ο χαρακτήρας που υποδύεται – η μεταμόρφωση μιας μαθήτριας που περιμένει τα νέα του άνδρα της ζωής της σε μια «ιέρεια» της γνώσης και της συνείδησης, του φύλου της και της θέσης της στην κοινωνία, ερήμην του καθοδηγητή της. Μια ωραία ιδέα που μπλέκεται στα δίχτυα της εφαρμογής της.