Το «When or When» των Ρότζερς και Χαρτ, από τα ωραιότερα άσματα του μεγάλου αμερικανικού songbook, έχει ερμηνευτεί από την Έλα Φιτζέραλντ και τον Φρανκ Σινάτρα ως τον Τζορτζ Μάικλ και τον Μπράιαν Φέρι. «Some things that happened for the first time, seem to be happening again», λέει ένα δίστιχό του, περιγράφοντας, εν ολίγοις, δυο ανθρώπους που γνωρίζονται, ερωτεύονται και έχουν μια αίσθηση déjà vu, σαν να γνωρίζονταν από καιρό, σαν η ύπαρξη του ενός να είναι η απάντηση σε όλες τις ερωτήσεις του άλλου. Τι γίνεται, όμως, αν αυτή η επίγεια, προσωπική Εδέμ χαθεί ξαφνικά; Μπορείς να πορευτείς σε έναν κόσμο με τα τρία βασικά χρώματα, αν κάποτε στάθηκες τυχερός να δεις έναν όπου συνδυάστηκαν μεταξύ τους και γέννησαν όλα τα χρώματα της ίριδας; Το κυνήγι του ανθρώπου ή της αίσθησης δεν θα μπορούσε κάλλιστα να γίνει εμμονή;

 

Στο μετα-αποκαλυπτικό σύμπαν του «Reminiscence» το ζοφερό παρόν και το δυσοίωνο μέλλον κάνει τους ανθρώπους να στρέφονται στο ελκυστικότερο παυσίπονο: τη νοσταλγία του παρελθόντος. Μέσω μιας μηχανής εικονικής πραγματικότητας, σαν αυτή που χειρίζεται ο χαρακτήρας του Χιου Τζάκμαν, επιστρέφουν νοερά στις καλύτερες μέρες, ταξιδεύουν στις αναμνήσεις τους για να πάρουν μια γεύση από τον χαμένο Παράδεισο. Όταν εκείνη που ερωτεύτηκε παράφορα θα εξαφανιστεί, ο ήρωας θα την αναζητήσει σαν ντετέκτιβ μέσα από τις αναμνήσεις του.

 

 Το «When or When» αποτελεί δομικό στοιχείο της δραματουργίας του «Reminiscence». Μια έκτακτη επιλογή, τόσο για το εμφανές στιχουργικό παιχνίδι με αντικείμενο τον χρόνο, όσο και για τον ερωτικό του χαρακτήρα. Γιατί πίσω από το sci-fi περιτύλιγμα με τους αστικούς υδρότοπους που παραπέμπουν στο limbo του «Ιnception», πίσω από τις noir απολήξεις της πλοκής, με τον ντετέκτιβ ήρωα, τη femme fatale της Ρεμπέκα Φέργκιουσον και τις δολοπλοκίες, κρύβεται ένα ατόφιο κινηματογραφικό ρομάντζο. 

 

Η Λίζα Τζόι έχει ταλέντο στον σχεδιασμό της δράσης –προσέξτε την τραχιά μονομαχία ανάμεσα σε Χιου Τζάκμαν και Κλιφ Κέρτις που καταλήγει σε ένα υποβρύχιο ενσταντανέ, το οποίο κλείδωσε μια θέση στο αναμνηστικό άλμπουμ της κινηματογραφικής χρονιάς–, δεν διαθέτει εκείνη την επική στόφα που θα κάνει την παραγωγή να μοιάζει ακριβότερη και τον έρωτα «μεγαλύτερο από τη ζωή», υφαίνει όμως έναν ενιαίο, κατά βάση τρυφερό τόνο, πλήρως αρμοστό για την ιστορία την οποία θέλει να αφηγηθεί. Και πρέπει να της πιστώσουμε ότι είχε τα κότσια να επενδύσει σε μια ατόφια ερωτική ιστορία, παρά τους κυνικούς καιρούς μας, που τα love stories έχουν εξοστρακιστεί από τη μεγάλη χολιγουντιανή παραγωγή, που από την all-in, κατεπείγουσα mentalité του παρελθόντος, καταφεύγουμε στη γοητευτική, πλην ημικερδισμένη τραγικότητα του «La La Land», όπου οι ήρωες περισσότερο από τον ίδιο τον έρωτα μοιάζουν να χρειάστηκαν το δράμα του. Και το έκανε γνωρίζοντας ότι δεν θα έχει με το μέρος της την κριτική, μεγάλη μερίδα της οποίας έχει διαχρονικό μίσος προς τον συναισθηματισμό. Και γνωρίζοντας ότι το (πιο πραγματιστικό;) νεότερο κοινό πιθανότατα θα αδιαφορήσει. Όπως και έγινε.