Χονδρικά και τουλάχιστον στα μάτια του υπογράφοντος υπάρχουν δύο διαφορετικοί Οζόν, ο σινεφίλ και ο προβοκάτορας. Όταν πιάνει το πηδάλιο της δημιουργίας ο δεύτερος, συνήθως το αποτέλεσμα είναι ενοχλητικό με την κακή έννοια, έτσι όπως αντιλαμβάνεται ο Γάλλος την πρόκληση περισσότερο ως δήλωση καλλιτεχνικού αυτοπροσδιορισμού παρά ως μέσο επικοινωνίας των θεματικών του και όσων έχει να καταθέσει γύρω από αυτές. Όταν, όμως, αναλαμβάνει δράση ο σινεφίλ και ανατρέχει σε είδη και κινηματογραφιστές που αγαπά, τότε προκύπτουν οι ωραιότερες στιγμές της φιλμογραφίας του άλλοτε τρομερού παιδιού και πλέον πρωτοκλασάτου δημιουργού του γαλλικού σινεμά.

 

Στο Peter Von Kant ο Οζόν διασκευάζει τα «Πικρά δάκρυα της Πέτρα φον Καντ» και καταπιάνεται έτσι για δεύτερη φορά στην καριέρα του με το έργο του Φασμπίντερ, με τον οποίο, πέρα από την παραγωγικότητα και το queer στοιχείο, μοιράζονται την αγνή αγάπη για το μελόδραμα.

 

Είναι κοινό μυστικό πώς η Πέτρα στο πρωτότυπο λειτουργούσε ως άβαταρ του Φασμπίντερ. Εδώ μετατρέπεται σε Πέτερ, αλλάζει επαγγελματικό προσανατολισμό ‒από σχεδιάστρια μόδας γίνεται σκηνοθέτης‒ και παραπέμπει φυσιογνωμικά ευθέως στον Φασμπίντερ. Πρόκειται για ριμέικ και ταυτόχρονα για μια διακινηματογραφική δημιουργία που βρίσκεται σε διάλογο με το έργο του Γερμανού σκηνοθέτη, για ένα παιχνίδι ρόλων που ενισχύεται από την ανάθεση του πρωταγωνιστικού ρόλου σε έναν ηθοποιό γνωστό για τη straight macho περσόνα του, τον Ντενί Μενοσέ ‒τι ερμηνεία, αλήθεια‒ και από τις Ιζαμπέλ Ατζανί και Χάνα Σιγκούλα σε ρόλους-έκπληξη, καίριους για τη σημειολογία του έργου, αλλά πάντα (και μόνο) σε συνάρτηση με το πρωτότυπο. Κι αν αλλάζει το φύλο, η γλώσσα, η διάρκεια, η διάθεση –εδώ υπάρχει και λίγο χιούμορ‒, κι αν το αποτέλεσμα δείχνει πιο τεχνητό και υφίσταται μια (μάλλον αναπόφευκτη) ποιοτική φύρα, κάποια πράγματα μένουν ίδια κι απαράλλαχτα.

 

Ο Καρλ-Μαρλέν παραμένει σιωπηλός παρατηρητής και βουβά υπομένων (και επιμένων), η επιθετικότητα του ερωτικού ιμπεριαλισμού, η οδύνη του καταστροφικού πάθους και το αδυσώπητο παιχνίδι εξουσίας που συνοδεύει τα μαύρα φεγγάρια του έρωτα έχουν τις ίδιες, επώδυνες συνέπειες για τον «εμπόλεμο πληθυσμό». Μόνο τα «πικρά δάκρυα» του τίτλου φεύγουν, ίσως γιατί δεν τα χωρά η εποχή που, μισό αιώνα μετά, καμώνεται την πιο συμπονετική και διαλλακτική και κατανοούσα την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης κατάστασης, ενώ στην πραγματικότητα έχει ενστερνιστεί τον μανιχαϊσμό και την αδιαλλαξία με φανατισμό υπέρτερο εκείνου των χρόνων του Φασμπίντερ.