Μεταξύ της σέξι σαπουνόπερας της οικογένειας Μπρίτζερτον και της βασιλικής κλειδαρότρυπας του «Crown», οι ένοικοι του Πύργου του Downton παραμένουν ανώδυνοι σνομπ με χρυσή καρδιά, τα καθωσπρέπει απομεινάρια μιας καρτποσταλικής βρετανικότητας, πίνουν άφθονο τσάι με συγκρατημένη συμπάθεια, προφέρουν «papa» τον πατέρα, γελούν σπανίως και κλαίνε αξιοπρεπώς, ράβονται έξοχα (ακόμη και για μια βόλτα στον κήπο τους) και, κυρίως, επιβιώνουν.

Στα πρόθυρα του 1929 αντιμετωπίζουν κάποια πρακτικά προβλήματα: η στέγη παρουσιάζει σημαντικές φυσικές φθορές, αν πιάνετε το υπονοούμενο για την κρίση του Οίκου, και χρειάζονται επειγόντως χρήματα για την επιδιόρθωση.

Η ευκαιρία να νοικιάσουν την έπαυλη για έναν μήνα σε μια εταιρεία παραγωγής που θεωρεί πως είναι το τέλειο location για τα γυρίσματα μιας ταινίας δεν γίνεται ομόφωνα δεκτή. Η μειοψηφία που δυσανασχετεί με την εισβολή από παρείσακτους αρτίστες σε μια εστία αβρών φιλότεχνων υποχωρεί μπροστά στο κέρδος και η κατάληψη από το συνεργείο και τους ηθοποιούς γίνεται μια πρώτης τάξεως αφορμή για ένα ωραίο ταξίδι στη νότια Γαλλία.

Η μητριάρχις Βάιολετ Κρόουλι κληρονομεί ένα άλλου τύπου παλάτι, που της χαρίζει ένας παλιός της φίλος. Ο γιος του καλοδέχεται τον κόμη του Γκράνθαμ και γιο της Βάιολετ σαν να ήταν αδελφός του, εγκάρδια και γενναιόδωρα, παρά το μόνιμο κατσούφιασμα της μητέρας του (Ναταλί Μπάι). Σκάνδαλο ή παρεξήγηση, ακανθώδες αμόρε από το παρελθόν ή πλατωνικός έρωτας χαμένος στις αναμνήσεις της νεότητας;

Στο μεταξύ, τα γυρίσματα συνεχίζονται στην υπέροχα συννεφιασμένη αγγλική εξοχή, ο πρωταγωνιστής Γκάι Ντέξτερ (Ντόμινικ Γουέστ) γοητεύει το γυναικείο υπηρετικό προσωπικό και φλερτάρει με τον τυπολάτρη και ντροπαλό αρχιθαλαμηπόλο, ενώ η ντίβα Μίρνα Ντάγκλις (έξυπνα «ξινή» η Λόρα Χάντοκ) ανησυχεί αγενώς, γιατί ξέρει πως ο βωβός κινηματογράφος πνέει τα λοίσθια και η αδιόρθωτα λαϊκή προφορά της δεν θα της επιτρέψει να συνεχίσει την καριέρα της μόλις την πάρουν χαμπάρι.

Για κακή της τύχη, οι παραγωγοί αλλάζουν γνώμη και σταματούν το γύρισμα. Η μοναδική λύση είναι να μετατραπούν οι βουβές σκηνές σε ηχογραφημένες. Με την αβίαστη, φιλική στα πρωτόγονα μικρόφωνα οξφορδιανή προφορά της, η λαίδη Μαίρη, την οποία ο σκηνοθέτης ερωτεύεται απερίφραστα, θα προσπαθήσει ένα θαυματουργό ντουμπλάζ της τελευταίας στιγμής, αντικαθιστώντας μια ανυπόφορη τσιρίδα που θυμίζει έντονα εκείνη της υποψήφιας για Όσκαρ δεύτερου ρόλου, καταπληκτικής Τζιν Χέιγκεν στο Τραγουδώντας στη βροχή των Ντόνεν/Κέλι. Το κομψό σασπένς πιθανής απιστίας που εκτυλίσσεται στην Κυανή Ακτή διακόπτεται από τα ελαφρώς ιλαρά και ελάχιστα δραματικά επεισόδια των γυρισμάτων στον Πύργο.

Ο πάλαι ποτέ ηθοποιός και σεναριογράφος Τζούλιαν Φέλοους έχει ξαναγράψει κάτι παρόμοιο, που δεν είναι άλλο από το αριστούργημά του, το Έγκλημα στο Γκόσφορντ Παρκ, που του χάρισε το Όσκαρ Σεναρίου και τη δυνατότητα να δημιουργήσει το αποδοτικότατο και πολυβραβευμένο «Downton Abbey» ‒ μαζί με τον τίτλο του βαρόνου και τον σεβασμό της βρετανικής και αμερικανικής βιομηχανίας του θεάματος. Μόνο που το διεισδυτικό, πολύ ψυχαγωγικό Gosford Park, με το επιπλέον μπόνους της εξιχνίασης του φόνου, είχε σκηνοθετήσει με την αλάνθαστη αίσθηση του ιμπρεσιονιστή ωτακουστή ο Ρόμπερτ Άλτμαν, ενώ εδώ ο Σάιμον Κέρτις, που αντικαθιστά τον Μάικλ Ένγκλερ της πρώτης κινηματογραφικής μεταφοράς το 2019, δεν καλυτερεύει τη γενική εντύπωση πως η τηλεοπτική σειρά είχε όλο τον ωφέλιμο χρόνο να αναπτύσσεται στα εβδομαδιαία της επεισόδια, ενώ ένα ακόμη δίωρο για τις αίθουσες (λίγο πριν πάρει τον δρόμο του για τη μικρή οθόνη) απλώς διανθίζει όσα οι φανατικοί ήδη γνωρίζουν και δεν προσθέτει καμία απόλαυση σε όσους δεν έχουν ιδέα για τις πολιτισμένες διαπλοκές της οικογένειας Κρόουλι.

Στην καλύτερη περίπτωση, η βαπτισμένη ως «Νέα Εποχή του Πύργου», που προφανώς θα ανακαινισθεί από τα έσοδα της ενοικίασής του, είναι ένα παλιομοδίτικο κομφετί από ανώδυνους καταστασιακούς διαλόγους και δυο παράλληλες ίντριγκες που προσαρμόζονται στη βασική πλοκή της σειράς, και κυλά ευχάριστα, σα να μην έγινε ποτέ. Οι συνδέσεις είναι άτεχνες, τα βλέμματα μένουν στο κενό, η συνεχόμενη μουσική επένδυση του Τζον Λαν προοιωνίζεται αισιόδοξη εξέλιξη από το πρώτο κιόλας λεπτό, ενώ οι πανοραμικές λήψεις και τα πλάνα από γερανό φανερώνουν πρόθεση γενίκευσης.

Ο Τζέιμς Άιβορι πάλευε επί δεκαετίες να ξεχωρίσει το δράμα από τους τύπους και ο Νόελ Κάουαρντ να ξετρυπώσει την αδυναμία από το πνεύμα. Ο Πύργος του Downton αρμέγει την κομεντί των τρόπων για ένα fandom δημογραφικά διαφορετικό από αυτό των υπερηρώων, θεωρώντας ωστόσο πως κάτι αθάνατο προστατεύει την ψυχή της αριστοκρατίας.

Σε αυτό το πλαίσιο, η Βάιολετ της Μάγκι Σμιθ είναι κάτι παραπάνω από χαρακτήρας, λειτουργεί σαν ιδέα που επιβλέπει, μαλώνοντας και επικροτώντας με ένα ανεπαίσθητο νεύμα τους συνεχιστές της παράδοσης. Επειδή η Σμιθ είναι κορυφαία κομεντιέν, εκτός από ασύλληπτων αποχρώσεων ηθοποιός, με δύναμη που ξεπερνά την ηλικία, βγάζει το μάξιμουμ από τη μικρή παρουσία της στην ταινία. Είναι και πάλι η μοναδική που επικοινωνεί ανθρωπιά όποτε χρειάζεται, στα λίγα ουσιαστικά κοντινά πλάνα που δεν γεφυρώνουν βινιέτες σαπουνόπερας. Σε ένα καστ όπου οι οικείοι πρωταγωνιστές δεν έχουν ζουμί (στον Χιου Μπόνβιλ δίνεται μια γερή σκηνή, η κάποτε παρεξηγημένη Ελίζαμπεθ Μαγκόβερν ασθενεί με σφιγμένα τα δόντια, ο Μάθιου Γκουντ προνόησε να απουσιάζει εντελώς, ενώ η Ιμέλντα Στόντον δυστυχώς απλώς παρευρίσκεται), η Σμιθ είναι η σπινθηροβόλα ανακούφιση με τις φλεγματικές ατάκες της και η όαση συγκίνησης σε ένα δρομολόγιο κοσμικότητας.