Όλα ξεκίνησαν από το Μωρό της Ρόζμαρι: ο Γουίλιαμ Πίτερ Μπλάτι έβγαζε τα προς το ζην ως σεναριογράφος σε ταινίες του Μπλέικ Έντουαρντς, σε κομεντί με τον Γουόρεν Μπίτι, ή σε μιούζικαλ που δικαίως δεν θυμάται κανείς. Κι ενώ η δουλειά του δεν δεχόταν ψόγο, το ύφος του δεν έβρισκε ανταπόκριση − ελάφρυνε και έφθινε, όπως άλλωστε και οι κομεντί που υπηρέτησε στα ‘60s. Ώσπου είδε το αριστούργημα του Ρόμαν Πολάνσκι και ξετρελάθηκε. Αποφάσισε να επιστρέψει στη μυθιστοριογραφία, αποτραβήχτηκε στο ράντσο του στο Ενσίνο και βάλθηκε να γράψει −ή καλύτερα να αποδείξει σε κάποιους που αμφισβητούσαν ότι είναι ικανός για κάτι πιο «σοβαρό»− ένα αστυνομικό δράμα για την πίστη, τον Θεό και τον Διάβολο, για τη σύγκρουση θρησκείας και ψυχιατρικής στην περίπτωση της δαιμονισμένης 12χρονης κόρης μιας διάσημης (αμαρτωλής) ηθοποιού, αλλά με μια διαφορά. Ενώ βρήκε καταπληκτική την αμφισημία που διατηρούσε στο μεγαλύτερο μέρος του φιλμ του ο Πολωνός σκηνοθέτης, αντιπάθησε σφοδρά το φινάλε, γιατί δεν μπορούσε να χωνέψει πως το θέμα του δαιμονικού παιδιού ερμηνεύτηκε ως ανέκδοτο.

 

Μεγαλωμένος σε καθολική οικογένεια και γαλουχημένος με ιησουιτικά ιδεώδη, ο Μπλάτι έδρασε ως χριστιανός και παραμυθάς με ισόποση αφοσίωση, και ετοίμασε την απάντηση που αναλογεί σε έναν ανικανοποίητο κινηματογραφιστή με δογματική ψυχή. Το πολυμεταφρασμένο βιβλίο καρφώθηκε στις λίστες των ευπώλητων για εβδομάδες μετά την πρώτη του έκδοση το 1971, και έναν χρόνο αργότερα διασκεύασε την ιστορία σε σενάριο, κερδίζοντας το Όσκαρ ο ίδιος, ανάμεσα σε 10 συνολικά υποψηφιότητες, την πρώτη φορά που μια ταινία φρίκης προτάθηκε για το κορυφαίο βραβείο της Αμερικανικής Ακαδημίας.

 

Ο θρύλος του κολοσσιαίων εισπράξεων Εξορκιστή παραμένει ασίγαστος γενιές αργότερα, και εν πολλοίς οφείλεται στη δύναμη του σκηνοθέτη Γουίλιαμ Φρίντκιν. Πάρτε την πρώτη σεκάνς, με το κάλεσμα του κακού πνεύματος στις δυσοίωνες ανασκαφές κάπου στη Μέση Ανατολή, και το βαρύ βλέμμα του πατέρα Μέριν, προφητεία του δικού του θανάτου και ενός ακόμη χειρότερου σημαδιού, πολύ πιο μακριά στον χώρο και τον χρόνο. Ο Φρίντκιν εισάγει οπτικά ένα στόρι που δεν σταματά να σοκάρει και να διατηρεί σασπένς και μυστήριο. Έγινε ή όχι; Ήταν ή δεν υπήρξε ποτέ δαιμονισμένη η Ρέγκαν; Δεν θα μάθουμε ποτέ τι θα γινόταν αν ο μάστερ της ωμής περιπέτειας, ο οποίος έφυγε από τη ζωή μόλις πριν από μερικούς μήνες, εμπλεκόταν στις συνέχειες, τις οποίες και απέταξε μετά βδελυγμίας.

 

Ο «Αιρετικός» κυκλοφόρησε τρία χρόνια αργότερα και θα μείνει στην ιστορία ως ψυχεδελικό φιάσκο με τα διαβόητα pov πλάνα ακρίδας πάνω από την Αφρική, τον Ρίτσαρντ Μπέρτον ως υποκατάστατο Μέριν να απαγγέλλει με γυάλινο βλέμμα και τη Ρέγκαν αφύλακτη (η μάνα ήταν απούσα γιατί είχε γυρίσματα, δηλαδή η Μπέρστιν αρνήθηκε να συμμετάσχει) στο ιλιγγιώδους θέας, υπερπολυτελές διαμέρισμα στο Μανχάταν, στο μπαλκόνι, χωρίς κάγκελα! Ο Μπλάτι υπέγραψε και σκηνοθέτησε το τρίτο μέρος το 1990, μια διασκευή του δικού του Legion, με αστυνομική πλοκή, ένα τρομερό jump scare, NBAers όπως ο Πάτρικ Γιούιν σε μια αδιανόητα off σεκάνς οράματος, τον Τζορτζ Σκοτ να βρυχάται κι ένα υπερτραβηγμένο, θεατρικό φινάλε κυριολεκτικής και μεταφορικής αβύσσου, κακών εφέ και υπαρξιακής αμηχανίας. Από εκεί και πέρα, είχαμε μια παρωδία, με τη Λίντα Μπλερ σε ανατρεπτική εμφάνιση, και τον Γολγοθά του Dominion που γύρισε ο Πολ Σρέιντερ, φρίκαρε το στούντιο, το ξαναγύρισε ο Ρένι Χάρλιν, και τελικά κανένα από τα δυο prequels δεν ενεγράφη στο συλλογικό ή οποιοδήποτε άλλο ασυνείδητο. 

 

Η επιστροφή του Εξορκιστή συμπίπτει με τα 50 χρόνια από την πρεμιέρα του. Προμηνύεται τριλογία, αν και δεν είμαι σίγουρος ότι η εταιρεία παραγωγής Blumhouse και η Universal, στην οποία έχει περιέλθει η διανομή από τη Warner, θα επιμείνουν στο φιλόδοξο και πανάκριβο πλάνο της, προϋπολογισμού κοντά στα 400 εκατομμύρια δολάρια συνολικά, αν δουν οτι οι εισπράξεις δεν ίπτανται, ή αν έστω έχουν «δει» το πρώτο και αυτόνομο −για να είμαστε δίκαιοι− μέρος, με υπότιτλο Πιστός. Σκηνοθετεί ο Ντέιβιντ Γκόρντον Γκριν, που φαντάζομαι πως στρατολογήθηκε επειδή κατάφερε να γεφυρώσει το πιστό, παλιό κοινό ενός άλλου ξακουστού franchise φρίκης, του Halloween, με τους νεότερους διάκονους (fun fact: η πρωταγωνίστρια Τζέιμι Λι Κέρτις ήθελε πολύ τον ρόλο της μικρής Ρέγκαν στο original, αλλά η διάσημη μητέρα της, Τζάνετ Λι, απέτρεψε σθεναρά το ενδεχόμενο, σε πείσμα της μεγάλης της επιτυχίας στο Psycho!).

 

Η ταινία ξεκινά στην Αϊτή, με τη Σορέν να λαμβάνει τελετουργική ευλογία για το παιδί που κυοφορεί. Δεν καταφέρνει να σωθεί από έναν πολύ δυνατό σεισμό και λίγο πριν ξεψυχήσει, στα σκαλιά του ρημαγμένου ξενοδοχείου, παρακαλεί τον σύζυγό της, Βίκτορ (Λέσλι Όντομ), να σώσει το παιδί τους. (Μη βάλετε με το νου σας συγκρίσεις με την άβολη εισαγωγή του παλιού Εξορκιστή λόγω του εξωτικού σκηνικού. Όλα είναι γυαλισμένα και καθαρά, εκτός από ένα άσχετο jump scare, που αποπροσανατολίζει αντί να προκαλέσει σκέψη ή φόβο). Στο τοπικό νοσοκομείο αφήνει την τελευταία της πνοή μπροστά σε έναν εμφανώς συγκλονισμένο άντρα, που 13 χρόνια αργότερα ξαναβρίσκουμε με την κόρη τους, Άντζελα, σε μια καθημερινότητα που υποδηλώνει αυτήν τη γνώριμη «ανήσυχη ηρεμία», κάτω από τη σκιά της απούσας μητέρας. Ο Λέσλι Όντομ προσπαθεί και ως ένα σημείο καταφέρνει να εσωτερικεύσει τον πόνο και την απώλεια, αλλά θα τον ρουφήξει το μπέρδεμα της συνέχειας, και θα φαίνεται εξίσου απορημένος με μας, κολλημένος ανάμεσα στην παρηγοριά κι ένα μυστικό που μόνο εκείνος (νομίζει πως) γνωρίζει.

 

Η ζωή όλων θα αναστατωθεί αμετάκλητα όταν η Άντζελα, μαζί με την κολλητή της, Κάθριν, θα αποφασίσουν να μην επιστρέψουν στα σπίτια τους μετά το σχολείο, και να πάνε στο κοντινό δασάκι για να καλέσουν πνεύματα. Ξεκινά συντονισμένη επιχείρηση διάσωσης από την κοινότητα και τις αρχές, για πρώτη φορά ο Βίκτορ γνωρίζεται καλύτερα με τους εύλογα νευρικούς, χριστιανούς γονείς της Κάθριν, οι αστυνομικοί προσπαθούν να τους καλμάρουν για να κάνουν τη δουλειά τους, και ως εκ θαύματος, τα δυο κορίτσια εντοπίζονται μετά από τρεις ημέρες, ταλαιπωρημένα αλλά σχετικά καλά, σε έναν σταύλο, μερικά χιλιόμετρα πιο μακριά. Αφού περνούν ιατρικές εξετάσεις, πηγαίνουν στα σπίτια τους, και σχετικά σύντομα η Άντζελα παρουσιάζει διαταραχές μη εντοπίσιμες, με μια νεκρική φιγούρα να παρουσιάζεται και να εξαφανίζεται το ίδιο ξαφνικά με τις επιθετικές μεταπτώσεις της, και αποκορύφωμα την αγνώριστη Κάθριν να παθαίνει υστερία στην κυριακάτικη εκκλησιαστική λειτουργία. Κι επειδή η περίπτωση θυμίζει εκείνη της Ρέγκαν, 50 χρόνια πριν στην Τζορτζτάουν, ο Βίκτορ δέχεται τη συμβουλή μιας νοσοκόμας, γειτόνισσας και πρώην μοναχής, διαβάζει το βιβλίο βοήθειας της μητέρας της, Κρις Μακνίλ, η οποία έχει πλέον εγκαταλείψει την υποκριτική και αφοσιωθεί στο έργο της ενημέρωσης και ίασης από τα κακά πνεύματα, και την προσκαλεί στο σπίτι τους για να διαπιστώσει, ιδίοις όμμασι, αν όντως η κόρη του είναι ή όχι δαιμονισμένη. 

 

Η έλευση της Μακνίλ είναι το κλου της ταινίας, και μαζί το πρώτο σημάδι πως κάτι δεν πάει καθόλου καλά με την απόπειρα του Γκόρντον Γκριν να μαζέψει τα κομμάτια του πρωτότυπου, να τα ανακατέψει και να τα ξαναεισάγει με άλλο περιτύλιγμα. Καταρχάς, οφείλουμε να «αγοράσουμε» τη συνθήκη πως δεν έχει υπάρξει άλλος «Εξορκιστής» στην pop κουλτούρα της πολίχνης όπου εξελίσσεται η ταινία, και τίποτε δεν έχει μεσολαβήσει μετά τα γεγονότα στην Τζόρτζταουν, περίπου όπως στο «Yesterday» ο κόσμος είχε σαν από χτύπημα μεταφυσικού κεραυνού λησμονήσει οτιδήποτε σχετιζόταν με τους Beatles − και την Coca Cola. Ακόμη κι αν αντιπαρέλθουμε την αθωότητα/άγνοια απάντων γύρω από το ακανθώδες θέμα του δαιμονισμού, η άφιξη της Έλεν Μπέρστιν κατοχυρώνεται ως ένα από τα πιο άδοξα comebacks της κινηματογραφικής ιστορίας.

 

Επί χρόνια η 90χρονη ηθοποιός, και υποψήφια για Όσκαρ για τον συγκεκριμένο ρόλο, απέφευγε όπως ο διάολος το λιβάνι οποιαδήποτε εμπλοκή με τα sequels. Γιατί ήταν αξέχαστη στον πρωτότυπο «Εξορκιστή»; Διότι η ανημπόρια της μάνας μπροστά στην υποχώρηση της κόρης της σε ένα τέρας αποφοράς και ύβρεως μετασχηματιζόταν σε δέος και τρόμο προς το άγνωστο, μέσα από το βλέμμα της. Οι παραγωγοί τής έκαναν μια πρόταση που δεν μπορούσε να αρνηθεί κι εκείνη επιτέλους είπε το «ναι», δωρίζοντας την παχυλή αμοιβή της, όπως έχει αφήσει να εννοηθεί σε κάθε συνέντευξη που έχει έκτοτε δώσει, σαν να είναι ένοχη για υποκριτικό αμάρτημα, σε υποτροφία νεαρών ηθοποιών στο πανεπιστήμιο Pace.

 

Η εμφάνισή της είναι σύντομη, πρόχειρα φωτισμένη και εμφανώς πετσοκομμένη. Σε μια ταινία με πολλές σκηνοθετικές ανάσες και συγκρατημένες σεναριακές ενδείξεις, εκείνη μπαίνει ως άλλος Μέριν στο σπίτι, επιθεωρεί και δέχεται τις συνέπειες ενός παλιού της γνώριμου σε χρόνο αντιστρόφως ανάλογο με τη βαρύτητα της θεωρητικά καταλυτικής επαναφοράς της. Ανοιγοκλείνεις τα μάτια και την παραλείπεις, μέχρι το εφετζίδικα συμφιλιωτικό φινάλε, που δεν κάνει να αποκαλυφθεί, αν και έχει διαρρεύσει σε κάποιες κριτικές και διαδικτυακές συνομιλίες όσων σκληροπυρηνικών του είδους έχουν απομείνει. Στο μεταξύ, συμβαίνει ο πολυαναμενόμενος εξορκισμός, που διαρκεί πολύ, και προβληματίζει με κλιμακωτή δυσφορία, αν και εμπεριέχει μια ενδιαφέρουσα πρόθεση: αντί να αποκαλύψει σαφώς αν πρόκειται για τον αρχαίο και απέθαντο Παζούζου, που μάλλον έχει τρυπώσει σε δυο αφελείς και άσπιλες ψυχές, ο Γκόρντον Γκριν προετοιμάζει κάτω από τη μύτη των deja vu τελετουργικών διαδικασιών (κομποσχοίνια, ροζάρια, ευαγγέλια, αμφιβολίες και δειλία, αποκοτιές και αυθαιρεσίες − όλη η γραμματική του genre) μια μάχη ανάμεσα στη θρησκεία και την αγάπη, κάτω από την οπτική του αγνωστικισμού, γεγονός που ανατρέπει τη στέρεη βάση της καθολικής επιβεβαίωσης, όπως την ήθελε ο Μπλάτι και την υπηρέτησε ο Φρίντκιν, αν και με το σταθερό χέρι του επιθετικά κυνικού και ταλαντούχου. Αυτή είναι η ατζέντα που κομίζει ο νέος πηδαλιούχος, σε μια ταινία που, όπως έχει δηλώσει, θέλησε να υπογράψει ως δική του, σε πείσμα των προσδοκιών και του πιεστικού κοινού παρονομαστή, και, που αντί να προκαλέσει ένταση και μυστήριο, βουλιάζει στην αδιαφορία και το μισοβρασμένο μούδιασμα.

 

Ενδιάμεσα, ωστόσο, η διαδικασία είναι επώδυνη για όλους τους λάθος λόγους. Μια ταινία φρίκης τέτοιας θρυλικής καταγωγής οφείλει να τρομάξει, και ο Εξορκιστής: Πιστός αναμασά και ξεθάβει όλα τα κόλπα ενός σκουριασμένου Διαβόλου. Και, αντίθετα με τους παρευρισκόμενους στον ταυτόχρονο εξορκισμό των δυο παιδιών, το κοινό έχει κορεστεί από μισό αιώνα παραλλαγών στο ίδιο θέμα και σίγουρα αδημονεί για κάτι εντυπωσιακότερο και πιο πρωτότυπο, που όχι μόνο δεν έρχεται ποτέ, αλλά μακρηγορεί, επιμένοντας να μη φρικάρει ή να φοβίζει. Ποιος θα το περίμενε, μετά από τόσα δεινά, πολέμους και καταστροφές, διχασμούς και αρρώστιες, παγκοσμίως και κινηματογραφικώς, ο Εξαποδώ να μην έχει ανανεώσει το αθυρόστομο λεξιλόγιό του, να φοράει τους ίδιους φακούς επαφής και να εξαπολύει αποκριάτικους καπνούς, με μηδενικό βαθμό επικινδυνότητας; Με τον παράγοντα horror να περνά απαρατήρητος, το στοίχημα του μεταφυσικού να αιωρείται χαλαρά και την ισχνή πνευματική διελκυστίνδα να πασχίζει, ο Πιστός βαδίζει σε σίγουρα χέρια, πιο ασφαλή απ’ ό,τι η διαβόητη κατάρα του πρώτου Exorcist θα ευχόταν. 

 

Ο επόμενος Εξορκιστής έχει, στα χαρτιά τουλάχιστον, προγραμματιστεί για τον Απρίλιο του 2025. Έχει ήδη βαπτιστεί Deceiver. Θα αντέξει μέχρι τότε ο Παζούζου ή θα το σκάσει μια για πάντα, ως αυθεντικός Απατεώνας;