Ταξιδιώτες της Νύχτας είναι ο τίτλος του βραδινού ραδιοφωνικού talk show για μοναχικές καρδιές και μύχιες εξομολογήσεις που αγαπά ιδιαίτερα η Ελιζαμπέτ, μια σαραντάρα που μόλις χώρισε και ζει σε ένα διαμέρισμα με θέα το Σηκουάνα στο 15ο διαμέρισμα του Παρισιού, μαζί με την ενεργητική, ακτιβίστρια κόρη της και τον ασταθή και ευαίσθητο γιό της.

 

Πιάνοντας δουλειά στην εκπομπή που διευθύνει με αυστηρό επαγγελματισμό αλλά και συμπονετική συγκατάβαση η Βάντα Ντορβάλ (κυριαρχική η Μπεάρ), και περιμαζεύοντας από το ραδιοφωνικό στούντιο, ως άλλο πνεύμα χαμένο στα ερτζιανά, και φιλοξενώντας μια τοξικομανή, η Ελιζαμπέτ βρίσκει διέξοδο από ένα ασφυκτικό περιβάλλον που δεν της ταιριάζει πλέον και πλοηγεί χωρίς περιττολογίες και μητρικές κορόνες τις ανασφάλειες των παιδιών της καθώς και το ρευστό μέλλον μακριά από τον γάμο που την όριζε σχεδόν ολόκληρη την ενήλικη ζωή της ‒ δεν βλέπουμε ποτέ τον πρώην σύζυγο και πατέρα.

 

Σ’ αυτό το χαμηλόφωνο δράμα χαρακτήρων και ατμόσφαιρας, ο Μίκαελ Χερς ασπάζεται τις ατέλειες στην ανάπτυξη και στη διασταύρωση των διαπροσωπικών σχέσεων και αφήνεται ελεύθερα σε έναν χαλαρό ρυθμό, στον κόκκο θερμών εικόνων και στο αχνό λυκόφως μιας μεταβατικής περιόδου, με τις υποσχέσεις και τις πιθανότητες να πλανώνται στον ορίζοντα της πόλης του φωτός. Οι Νυχτερινοί Επισκέπτες είναι ταυτόχρονα φόρος τιμής στην ταινία που ο Ματιάς και η νέα φίλη της οικογένειας, Ταλούλα (ένας φαντασιακός καταλύτης που μοιάζει να γεννήθηκε μέσα από το σινεμά), βλέπουν κατά λάθος σε μια αίθουσα, την υπέροχη Νύχτα με Πανσέληνο της πρόωρα χαμένης Πασκάλ Οζιέ, ένα δειλινό του ’84 (καθώς και στο Pont du Nord του Ζακ Ριβέτ που συνέγραψε η Πασκάλ με τη μητέρα της, διάσημη ηθοποιό Μπιλ Οζιέ), μια ωδή στο Παρίσι των ελπιδοφόρων ’80s, αφού οι δυο βασικοί χρονικοί σταθμοί της πλοκής αφορούν τις δύο εκλογικές νίκες του Φρανσουά Μιτεράν στην προεδρία της χώρας, το 1981 και το 1988.

 

Επιτέλους, η Σαρλότ Γκενσμπούργκ υποδύεται μια γυναίκα με μεταδοτική ανθρωπιά και απλή θηλυκότητα, συναισθηματικό στοχασμό και ένα μεγάλο οk στα λάθη και την ανασφάλεια ζωγραφισμένο στο εκφραστικό της πρόσωπο. Είναι ζεστή και τρυφερή, αβίαστα γενναιόδωρη και άκρως γοητευτική, όπως και η ταινία του σκηνοθέτη του Amanda και του This summer feeling που μας πείθει πως η ουσιαστική αλλαγή δεν έρχεται με θεαματικές ρήξεις αλλά με ένα μακρύ ταξίδι στις στιγμές και στις σιωπές.