Αν στην προηγούμενη ρομαντζάδα του, το «Αυτά που Λέμε κι Αυτά που Κάνουμε», ο Εμανουέλ Μουρέ στράφηκε στον Ρομέρ για να αντλήσει έμπνευση και να στήσει το ερωτικό γαϊτανάκι του, εδώ το εμφανές σημείο αναφοράς είναι ο Γούντι Άλεν. Από την άμεση προσφυγή στην κωμική νότα, όταν παραβαραίνει το δράμα και το σεναριακό εύρημα με το οποίο θα έρθει διάσταση στο ζεύγος, μέχρι το γουντιαλενικό σήμα κατατεθέν του «μοντάζ μέσα στο πλάνο», ο διοπτροφόρος δημιουργός λειτουργεί ως πρότυπο για τον Μουρέ και το αποτέλεσμα είναι μία από τις πιο φρέσκες ρομαντικές ταινίες που έχουμε δει εδώ και πολύ καιρό.

 

Και στις τρεις βασικές του εκδοχές –γαλλική, αγγλική και ελληνική− ο τίτλος της ταινίας έχει δυο αλήθειες κι ένα ψέμα. Η πρώτη αλήθεια είναι ότι όντως πρόκειται για χρονικό ή για ημερολόγιο. Ξεκινάμε στις 28 Φεβρουαρίου με  το πρώτο ραντεβού της Σαρλότ και του Σιμόν, που γνωρίστηκαν, όπως μαθαίνουμε, σε ένα πάρτι και ένιωσαν άμεση έλξη. Εκείνη είναι ελεύθερη και ορμητική, αυτός παντρεμένος και συνεσταλμένος. Η αφήγηση του Μουρέ στέκεται μόνο στις μέρες που βρίσκονται οι δυο τους, απαλείφει τον υπόλοιπο χρόνο και μας ενημερώνει για τη χρονολογία της εκάστοτε σκηνής με μια κάρτα – ακόμα και όσα γράφονται στις ενημερωτικές κάρτες έχουν τη δραματουργική τους σημασία, τίποτα δεν έχει αφήσει στην τύχη ο Μουρέ.  Η δεύτερη αλήθεια είναι ότι πρόκειται όντως για «affair», για μια κρυφή, «παράνομη» σχέση, δηλαδή, αλλά και για «έρωτα», όπως μας ενημερώνει ο πιο εμπορικός ελληνικός τίτλος, που μας δίνει και την πάσα για να περάσουμε στο ψέμα, το οποίο έγκειται στο «εφήμερο» του πράγματος.

 

Τίποτα δεν είναι εφήμερο, μας λέει ο Μουρέ, ακόμα και η πιο μικρή εμπειρία μπορεί να αποκτήσει ετεροχρονισμένα μεγαλύτερη σημασία και το αποτύπωμά της να αποδειχτεί διαχρονικό. Πρόκειται για ένα ψέμα που λένε και οι ίδιοι οι χαρακτήρες μεταξύ τους και στον εαυτό τους. Και το ότι ψεύδονται, έστω και ακούσια κάποιες φορές, καθίσταται εμφανές τόσο από τους πανούργους, λεπτοδουλεμένους διαλόγους του Μουρέ, όσο και μέσα από καίριες σκηνοθετικές παρεμβάσεις. Ο φακός θα κάνει zoom in στη Σαρλότ δύο φορές μέσα στο έργο, υποδηλώνοντας το ίδιο πράγμα – θα καταλάβετε τι στην προβολή. Ακόμα και ο συνδυασμός των ρούχων των δύο πρωταγωνιστών φανερώνει την εξέλιξη της σχέσης και των συναισθημάτων τους, όπως στην προηγούμενη ταινία του σκηνοθέτη μαρτυρούσε ποιος θα τα φτιάξει με ποιον. Εδώ, βέβαια, συμβαίνει με έναν λιγότερο προφανή τρόπο – να άλλο ένα σημάδι δημιουργικής ωρίμανσης. Κι έπειτα, σαν κερασάκι στην τούρτα και σαν ύψιστος φόρος τιμής στη σινεφιλία, μια επίσκεψη στο σινεμά και μια ταινία που άναψε συζητήσεις ανάμεσα σε χιλιάδες ζευγάρια θα πυροδοτήσει τις εξομολογήσεις που περιμέναμε όσοι συγχρονιστήκαμε με το υπόγειο ερωτικό σασπένς που ύφαινε ο Μουρέ όλη αυτή την ώρα, μεθοδικά, χωρίς να κάνει ποτέ το θέαμα πιο εξεζητημένο ή να υπονομεύει την ευφορία και την αυθεντικότητά του. Αν το ελληνικό κοινό δώσει στην ταινία μια ευκαιρία, πιστεύουμε ότι καθόλου εφήμερος δεν θα είναι ο έρωτάς του γι’ αυτή.