Μετά από σύντομη ξεκούραση, η Marvel επιστρέφει βομβιστικά και διατεταγμένα, με υπόλοιπα Εκδικητών και εμπλοκές συμπαντικών έξω κόσμων, για να επανασυστήσει τον Ant-Μan κανονικά, αφού μόνο οι φανατικοί οπαδοί του τον θυμούνται, και το κάνει με μια χιουμοριστική εισαγωγή, όπου ο Σκοτ Λανγκ του Πολ Ραντ ζει φαινομενικά ευτυχισμένα, επαναπαυόμενος στις δάφνες της επιτυχημένης του προσπάθειας να σώσει τον κόσμο, με το ηλιόλουστο Σαν Φρανσίσκο να τον κερνάει καφέδες και να τον μπερδεύει με τον Spider-Man, και την οικογένειά του να τον θεωρεί χαριτωμένα γραφικό και τον πειράζει με τρόπο.

 

Τα πράγματα σοβαρεύουν διότι η κόρη του έχει αναπτύξει liberal ακτιβισμό και επισκέπτεται συχνά τις φυλακές για κοινωνική αντίσταση και η μητέρα της Χόουπ (η Τζάνετ/Μισέλ Φάιφερ, με λευκή κόμη και πολλές φορτισμένες σκηνές) έχει απωθήσει το τραυματικό, τριαντακονταετές χαμένο Σαββατοκύριακό της. Τελικά, από έναν ανοιχτό πομπό της δραστήριας νεαρής Κάσι τηλεμεταφέρονται άρον άρον σε έναν απειλητικό τόπο, εκεί όπου ένας τσαντισμένος ταξιδιώτης του χρόνου αδημονεί να αντλήσει ενέργεια και να δραπετεύσει, συνεχίζοντας το καταστροφικό του έργο μαζί με τους στρατιώτες του κι έναν παλιό αντίπαλο του Σκοτ.

 

Η Κβαντομανία, που ακούγεται σαν το ξεχασμένο concept άλμπουμ των Who, περιστρέφεται παρηγορητικά γύρω από το οικογενειακό δραματάκι της ξεσπιτωμένης πεντάδας και εξολοθρεύει τον κατακτητή Κανγκ, μειώνοντάς τον, σε πείσμα του Τζόναθαν Μέιτζορς που τον ενσαρκώνει στιβαρά, σ’ έναν ανθυπο-Βέιντερ με ανούσιες περιγραφές, τετριμμένη δράση και μυστήριο που δεν συνάδει με την κόμικ φήμη του. Συνολικά, το Ant-Μan και Wasp είναι ένα αχρείαστο συνονθύλευμα κακοφωτισμένων επαναλήψεων που καταλήγουν σε ελάχιστη απόλαυση.