«Kάποιες φορές τα πιο φρικτά πράγματα είναι καλαίσθητα», ακούγεται να λέει ο στην αρχή της ταινίας o κορυφαίος φωτογράφος Mίχα Μπαρ-Αμ, προσθέτοντας ότι ο Γκόγια αναγνώριζε τόσο την τέχνη όσο και τη φρίκη του πολέμου και παραδεχόμενος ότι αυτό που τον τραβούσε στον πόλεμο όπως τα έντομα τη φλόγα είναι μια παρόρμηση που μοιράζεται με άλλους ανθρώπους.

 

Στην ταινία, ηλικιωμένος πια, ο Μπαρ-Αμ αφηγείται στον σκηνοθέτη Ραν Ταλ τις εμπειρίες και τις αναμνήσεις του, τις ιστορίες πίσω από τις φωτογραφίες του. Η εξομολόγησή του έρχεται μέσω μιας off αφήγησης, καθώς παρελαύνουν επί της οθόνης τα καρέ που αιχμαλώτισε ο φακός του, το ένα μετά το άλλο, ανάμεσά τους και υλικό από την προσωπική του ζωή. Πρόκειται, ασφαλώς, για φιλμ ειδικού ενδιαφέροντος και μόνο λόγω της φόρμας του, αλλά σε κάθε περίπτωση ενδιαφέροντος.

 

Όπως αναφέρει ο Μπαρ-Αμ, η φωτογραφική μηχανή του υπήρξε αφορμή για να πλησιάσει τους ανθρώπους και να τους γνωρίσει καλύτερα. Το καλό και το κακό ενυπάρχουν και συνυπάρχουν στους ανθρώπους, συνεπώς η γνωριμία του μαζί τους έχει και από τα δύο, αν και η έμφαση δίνεται στο δεύτερο. Όπως διατείνεται επανειλημμένα (και πικραμένα), καμία φωτογραφία δεν πρόκειται να αποτρέψει τον επόμενο πόλεμο. Στα μάτια του είναι αφελής η σκέψη ότι η φωτογραφία μπορεί να κάνει καλό. Έχοντας καταγράψει με τον φακό του την (αιματοβαμμένη) ισραηλινή ιστορία του εικοστού αιώνα, το συμπέρασμά του έρχεται ως αποτέλεσμα σωρευμένων εμπειριών.

 

Η ιστορία, όμως, πρέπει να καταγραφεί γιατί ελπίζεις ότι κάποτε, πέρα από την άντληση πληροφοριών για το παρελθόν και για τον τρόπο που φτάσαμε εδώ που βρισκόμαστε, θα λειτουργήσει και ως πλοηγός για το πού πάμε, οδηγώντας μας επιτέλους στην παύση των εχθροπραξιών.