Μετά το Dallas Buyers Club, ο Καναδός Ζαν Μαρκ Βαλέ επιστρέφει στην «ψιλοκομμένη» σκηνοθεσία του C.R.A.Z.Y. με το οποίο τον γνωρίσαμε, δηλαδή σε έναν νευρώδη, jump cut συσχετισμό της κάμερας με τον πρωταγωνιστή που αντιστοιχεί στην ψυχική του κατάσταση. Ο Ντέιβις (Τζέικ Τζίλενχαλ) αρνείται να πενθήσει τη σύζυγό του μετά το αυτοκινητικό δυστύχημα που της στοίχισε τη ζωή (εκείνος δεν γρατζουνίστηκε καν) και υπνοβατεί, ζώντας μηχανικά στο περιθώριο της λύπης ή του οίκτου των άλλων. Όταν στο νοσοκομείο όπου η γυναίκα του έχει μόλις ξεψυχήσει κι εκείνος έχει ξυπνήσει βάζει ένα νόμισμα στον αυτόματο πωλητή για να αγοράσει ένα γλυκό και το προϊόν κολλάει, κολλάει και το μυαλό του σε έναν παράπλευρο σκοπό: ξεκινάει ένα μπαράζ επιστολών, τυπικών και διεκδικητικών, αλλά κυρίως εξομολογητικών, περιγράφοντας ψύχραιμα και πολύ εύγλωττα το ζόρι που τραβάει και που δεν είχε εκμυστηρευτεί σε κανέναν άλλο. Ωραία ιδέα, να μην το λες ούτε καν σε έναν άγνωστο, τον μπάρμαν, όπως έκαναν παλιά, αλλά να απευθύνεσαι στον πρώτο τυχόντα, αποφεύγοντας το βλέμμα.

 

Η πρακτική κατεδάφιση ως μεταφορά/παρομοίωση της εσωτερικής κατάρρευσης, που δεν φαίνεται μεν, γιατί δεν εκφράζεται όπως, όσο και όταν την περιμένουν όλοι, αλλά του συμβαίνει βραδυφλεγώς, είναι μια μάλλον χονδροειδής έμπνευση

 

Το ευήκοον ους τυχαίνει να είναι της Κάρεν Μορένο, υπεύθυνης πελατών στην εταιρειούλα που χειρίζεται το μηχάνημα, η οποία τσιμπάει στα γράμματα του Ντέιβις, τηλεφωνώντας του εκτός πρωτοκόλλου, σε μια κίνηση αντιδεοντολογική και ανθρώπινη. Ο 15χρονος γιος της Κρις (εξαιρετικός ο Τζούντα Λιούις), που ψάχνεται σεξουαλικά και δεν έχει πού να ξεσπάσει τη μόνιμη αναστάτωσή του, είναι ο καταλύτης για την αποδέσμευση του Ντέιβις. Η εναλλακτική μητέρα Κάρεν, που σκύβει πάνω του και λειτουργεί ως τρυφερή φίλη, και ο έφηβος Κρις, που απωθεί επιθετικά το συναίσθημα, είναι τα δύο άκρα που ουσιαστικά έψαχνε για να ξεκολλήσει από τη λανθάνουσα ενοχή για μια γυναίκα που ίσως και να μην αγάπησε ποτέ πραγματικά – «ήταν εύκολο», απάντησε στην Κάρεν, όταν τον ρώτησε γιατί την παντρεύτηκε. Μέχρι εδώ, το concept της ληθαργικής μοναξιάς ενός καλού ανθρώπου, υπεύθυνου γιου, σκληρού δουλευτή, και μάλιστα στην επιχείρηση του βαρέως πενθούντος πεθερού του, που επανέρχεται από τη συναισθηματική αδράνεια, πρώτα παρατηρώντας την ίδια τη ζωή που του διέφευγε σταθερά και καθημερινά και ύστερα προκαλώντας με τον ανορθόδοξα επιστολικό του τρόπο τη συνάντηση με μια μίνι οικογένεια που ενεργοποιεί πιεσμένες μνήμες από την παιδική του ηλικία και αχαρτογράφητα γι' αυτόν απωθημένα, είναι ιντριγκαδόρικη, σαν θέμα που θα κέντριζε το ενδιαφέρον τον Στίβεν Ντάλντρι, αλλά ευδιάκριτα φτιαγμένο από το χέρι του Ζαν Μαρκ Βαλέ.

 

Ωστόσο, η άλλη σοβαρή ιδέα της ταινίας, δηλαδή η πρακτική κατεδάφιση ως μεταφορά/παρομοίωση της εσωτερικής κατάρρευσης, που δεν φαίνεται μεν, γιατί δεν εκφράζεται όπως, όσο και όταν την περιμένουν όλοι, αλλά του συμβαίνει βραδυφλεγώς, είναι μια μάλλον χονδροειδής έμπνευση που πέφτει, ακόμη και στη μαύρη κωμωδία του πράγματος, στο κενό. Ο Ντέιβις εξομοιώνει την ελλειμματική καρδιά του με τον μηχανισμό κάθε ηλεκτρικής ή ηλεκτρονικής συσκευής που βλέπει μπροστά του και ξεμοντάροντάς τες εύχεται να έρθει πιο κοντά στο θαύμα της χαράς ή του πόνου, που δεν του προκύπτει πατροπαράδοτα. Γι' αυτό και πιάνει τις βαριοπούλες και τα κατεδαφιστικά εργαλεία που έχει αγοράσει και γκρεμίζει με λυτρωτικό μένος. Σε μια ταινία που περιέχει και επεξεργάζεται με φροντίδα και ευαισθησία πολλές λεπτομέρειες και παρατηρήσεις για την ειλικρίνεια στην ανθρώπινη επικοινωνία, την παραδοχή των αισθημάτων και την ουσιαστική πρόθεση εσωτερικής «αναβάθμισης», είναι κρίμα να κατεδαφίζεται τόσο επιφανειακά, εξωτερικά και πρωτοεπίπεδα, η λεπτή δουλειά στους χαρακτήρες και τις πολύπλοκες συνδέσεις τους, ακόμη και σε διαφορετικούς χρόνους, όπως γίνεται με τον Ντέιβις και τη γυναίκα του μέσα στο μυαλό του και, κάποιες, υπέροχες στιγμές, στην καρδιά του.