Ήδη από την πρώτη σκηνή της ταινίας Ταξίδι στην άλλη όχθη καταλαβαίνουμε πως η Μιζούκι, δασκάλα πιάνου, δεν είναι απλώς πνευματικά απούσα αλλά ψυχικά βασανισμένη, μετέωρη ανάμεσα στην εργασία της και κάποιο βαθύτερο πρόβλημα που το χειρίζεται σχεδόν απαθώς. Σύντομα, ο σύζυγός της επιστρέφει και τον υποδέχεται σαν να τον περίμενε εδώ και καιρό, όχι σαν να πρόκειται για μια δυνατή έκπληξη. Το θέμα είναι πως ο Γιουσούκε έχει στ' αλήθεια πεθάνει και της το λέει με ψύχραιμη φωνή, αποκαλύπτοντας και τις λεπτομέρειες, πως δεν ήταν καλά στην υγεία του, δεν στάθηκε τυχερός, πως πνίγηκε στο ταξίδι του και τον κατέφαγαν καβούρια! Η νεαρή γυναίκα έχει μπροστά της το φάντασμα του συζύγου της και η φυσική παρουσία του συνεχίζεται (εδώ εκείνη εκπλήσσεται και αδημονεί για το χειρότερο), μέχρι που της προτείνει να πάνε μαζί μέχρι τον τελευταίο σταθμό της ζωής του για να γνωρίσει τους ανθρώπους που εκείνος συνάντησε πριν πεθάνει και να εξοικειωθεί με τις απορίες και τις τυχόν ενοχές της. Η ταινία του «άλλου Κουροσάβα» δεν διαθέτει την αιχμή προηγούμενων φιλμ του αλλά εκτυλίσσεται σαν ένα μακρύ ταξίδι αποχαιρετισμού, ενσωματώνοντας στοιχεία της ιαπωνικής παράδοσης, όπως η θεωρία του προσωρινού θανάτου, καθώς και του σιντοϊστικού αντίο στις ψυχές των νεκρών. Κρίμα που η ζαχαρένια μουσική επένδυση του Γιοσιχίντε Οτόμε και της Ναόκο Έτο μελώνει συμφωνικά τον ελεγειακό, απόκοσμο τόνο που επιχειρεί θαρραλέα ο Κουροσάβα, ο οποίος απέσπασε το Βραβείο Σκηνοθεσίας του τμήματος Ένα Κάποιο Βλέμμα στο περσινό Φεστιβάλ Καννών.