Το παρασκήνιο για την ταινία δεν είναι πολλά υποσχόμενο: γυρίστηκε πριν από δύο και πλέον χρόνια και τη σκηνοθεσία ανέλαβε η Σουζάνε Μπίερ, αφού εγκατέλειψε νωρίς ο Ντάρεν Αρονόφσκι. Στο μεταξύ, το πρωταγωνιστικό ντουέτο των Τζένιφερ Λόρενς και Μπράντλεϊ Κούπερ έπαιξε μαζί σε άλλες δύο ταινίες, τον Οδηγό Αισιοδοξίας και τον Οδηγό Διαπλοκής, και έγιναν παγκοσμίως γνωστοί, με δύο υποψηφιότητες για Όσκαρ ο καθένας – και ένα τρόπαιο η Λόρενς, που πρόλαβε να ηγηθεί των Αγώνων Πείνας. Η Μπίερ, που γύρισε κι αυτή μια ταινία στη Δανία, πάλευε στο μοντάζ επί 18 μήνες και τελικά παρέδωσε αυτήν τη μορφή που δεν ικανοποίησε το στούντιο, τα οποίο κυκλοφόρησε το φιλμ σε πολύ περιορισμένη διανομή, τους κριτικούς, που σήκωσαν αδιάφορα τους ώμους, καθώς και το κοινό, που απλώς δεν μπήκε στον κόπο και στις αίθουσες, παρά τα ελκυστικά ονόματα.


Αυτό που έμεινε στο πανί δεν είναι τόσο τραγικό όσο ακούγεται, αλλά σίγουρα είναι άστοχο και υπερβολικό. Πίσω από την ιστορία του εμπόρου ξυλείας που αποδασώνει την περιοχή από τη φιλοδοξία του, και της, σε σημείο παρεξηγήσεως, δυναμικής και όμορφης συζύγου του κρύβεται ένα δίκτυο κακοπιστίας και κατάπτωσης στα Απαλάχια Όρη την εποχή της κρίσης του Μεσοπολέμου στην Αμερική. Η Μπίερ επέμεινε στο μελόδραμα και άφησε να πλανιέται το στίγμα των καταραμένων εραστών που, πιστοί στα ενδιαφέροντα της σκηνοθέτιδος, κουβαλάνε φυσικά και ψυχολογικά τραύματα του παρελθόντος και ρέπουν προς την τραγωδία, όπως ένα ποτάμι χωρίς επιστροφή. Ως τέτοιο, το Serena (το όνομα της ηρωίδας, που αναφέρεται αντιστικτικά προς τη γαλήνη που επιζητεί, αλλά δεν βρίσκει) είναι ευπρόσωπο και καλοφωτογραφημένο, αν και ευκαιριακό στις σεναριακές συνδέσεις και όχι ιδιαίτερα επινοητικό σκηνοθετικά, με τη Λόρενς σωστή και λαμπερή και τον Κούπερ έξω από τα νερά του. Τα βαθύτερα νοήματα απουσιάζουν και οι συμβολισμοί της κλιμάκωσης προκαλούν θυμηδία.