Ο πρώην κομμουνιστής Ίλια, όπως τον πρόφεραν οι Αμερικανοί, Καζάν, κάρφωσε τους συντρόφους του μετά από αφόρητη(;) πίεση των μακαρθιστών και, σε μια άτυπη φαουστική συμφωνία, υπέγραψε το αριστούργημά του αμέσως μετά. Το Λιμάνι της Αγωνίας είναι η άμεση καλλιτεχνική αντίδραση του Καζάν (και του σεναριογράφου Μπαντ Σούλμπεργκ, ο οποίος επίσης κελάηδησε) προς τους επικριτές του, με ήρωα τον Τέρι Μαλόϊ, έναν αποτυχημένο πυγμάχο που δουλεύει στο λιμάνι, γίνεται μάρτυρας δολοφονίας συναδέλφων του από το συνδικάτο του εγκλήματος και παλεύει με τη συνείδησή του για το αν θα καταδώσει στις Αρχές το περιστατικό, σπάζοντας έτσι τη βρόμικη ομερτά που καταδυναστεύει τους φτωχούς και κατατρεγμένους εργάτες. Έχουν γραφεί πολλά για την ιδιοφυή πονηριά του Καζάν στο concept του On the Waterfront – ακόμα κι ο Άρθουρ Μίλερ, που τον μισούσε, απάντησε στο έργο με ένα δικό του, αντίστροφου περιεχομένου, τη Θέα από Ψηλά. Ο Καζάν ξεπλένει τις αμαρτίες του υπάγοντας το πολιτικό στο προσωπικό σε μια επιφανειακά απλοϊκή συνεκδοχή (ο απογοητευμένος Τέρι συμβουλεύεται τον ζόρικο παπά της ενορίας γιατί ο σκληρός αδελφός του είναι επίσης μαφιόζος), που όμως λειτουργεί με σπαραγμό και ειλικρίνεια σε όλα τα επίπεδα. Το Λιμάνι της Αγωνίας μοιάζει τόσο επείγον και άμεσο, και είναι γυρισμένο με αξεπέραστη, τραχιά δεξιοτεχνία, σαν κλασικό νουάρ με υπερβατικούς διαλόγους. Η «παράσταση» του Μάρλον Μπράντο είναι αμίμητη και μετά από τρεις συνεχόμενες υποψηφιότητες για Όσκαρ, με το Λεωφορείον ο Πόθος, το Βίβα Ζαπάτα και τον Ιούλιο Καίσαρα, κέρδισε δίκαια – και μάλιστα έσφιξε στα χέρια το βραβείο αφού είχε τρέξει με ενθουσιασμό μέχρι το πόντιουμ, ενώ 18 χρόνια αργότερα, σνόμπαρε τον θεσμό στέλνοντας την Ινδιάνα, αν όντως ήταν Ινδιάνα, κομπάρσο Σασίν Λιτλφέδερ να το παραλάβει αντ' αυτού, για τον Νονό.