Ο Χούλιο Μπλάνκο έχει κληρονομήσει το εργοστάσιο ζυγαριών από την οικογένειά του και το διευθύνει με πατερναλιστική πονηριά, κάτι που φαίνεται στην επαναλαμβανόμενη τάση του να βγάζει λογύδρια παραίνεσης και έμπνευσης. Ενθαρρύνει τους υπαλλήλους του να του εμπιστεύονται τα προβλήματά τους (ε, όχι και όλα, όπως υπενθυμίζει στον φύλακα) και, όντας άτεκνος, τους φέρεται σαν να είναι όλοι τους παιδιά του, εκτός από τον υπεύθυνο μεταφορών, τον αραβικής καταγωγής Κάλεμπ, που δεν σηκώνει τα παραμύθια συγκατάβασης και του λέει στα ίσα, «κοίταξε το δέρμα μου, ξεκάθαρα δεν είμαι γιος σου».

 

Τα προβλήματα συσσωρεύονται εν όψει της κρίσιμης επίσκεψης της επιτροπής που θα αποτιμήσει την εταιρεία και θα δώσει το βραβείο ποιότητας που έχει συνηθίσει να αποσπά η φαινομενικά νοικοκυρεμένη επιχείρηση. Ένας τμηματάρχης κάνει απανωτά λάθη επειδή η σύζυγός του τον κερατώνει, αλλά ο Μπλάνκο του χρωστά χάρη και τουλάχιστον σε πρώτη φάση κάνει τα στραβά μάτια.

 

Ένας άλλος υπάλληλος πήρε πολύ στραβά την απόλυσή του και έχει στρατοπεδεύσει, μαζί με τα ανήλικα παιδιά του, σε γειτονικό δημόσιο χώρο, διαδηλώνοντας με πλακάτ και τηλεβόα, απαιτώντας επαναπρόσληψη. Και μια νεαρή ασκούμενη που ο Μπλάνκο γνωρίζει από μικρή (οι γονείς της είναι οικογενειακοί γνωστοί) έρχεται επικίνδυνα κοντά όχι μόνο σ’ εκείνον αλλά και στη σύζυγό του, που δεν έχει ιδέα για το τι συμβαίνει.

 

Είναι σαφές ότι ο Χαβιέρ Μπαρδέμ εμπιστεύεται τον σκηνοθέτη Φερνάντο Λεόν ντε Αρανόα, με τον οποίο είχαν κάνει μαζί τις Δευτέρες με λιακάδα πριν από είκοσι χρόνια. Το Τέλειο Αφεντικό, που έσπασε τα κοντέρ με είκοσι υποψηφιότητες στα Goya και τελικά κέρδισε έξι, για ταινία, σκηνοθεσία, σενάριο, ερμηνεία, μουσική και μοντάζ, βασίζεται στην ενδελεχή μέθοδο που ο Ισπανός ηθοποιός έχει για να κρύψει τη σκοτεινιά των χαρακτήρων κάτω από ένα ανθρώπινο προσωπείο.

 

Ο Μπλάνκο κόπτεται για την καθαρότητα του μικρόκοσμου που έχει χτίσει, από την είσοδο, όπου η χαρακτηριστική ταμπέλα ποτέ δεν είναι τέλεια, γιατί τα περιττώματα των πουλιών χαλάνε το ζύγι, μέχρι την προσωπική ζωή των «παιδιών» του που θέλει να ελέγχει για να αποφύγει τις δυσάρεστες εκπλήξεις.

 

Ωστόσο η νέμεσή του, η ασκούμενη Λιλιάνα (Αλμουδένε Αμόρ), του επισημαίνει την αρχή της αβεβαιότητας του νομπελίστα φυσικού Χάιζεμπεργκ και αυτός χαμογελά, ως συνήθως, σαν επαρχιώτης αυτοκράτορας που έχει συνηθίσει και ο ίδιος στα ηθικολογικά κηρύγματά του, για να κρύψει τον φόβο της κατάρρευσης, πως ουσιαστικά προσπαθεί για τις λιγότερες δυνατές απώλειες στη απροσδιόριστη διαδρομή, όσο κι αν δείχνει το αντίθετο στο κοντινό περιβάλλον του.

 

Ο Αρανόα είναι ένας συνετός σκηνοθέτης που αναπτύσσει το Τέλειο Αφεντικό με μέθοδο και κλίμακα, ωστόσο παρατείνει πολύ την προφανή προσπάθειά του να ισορροπήσει, όπως και ο Μπλάνκο, το δραματικό πορτρέτο ενός ανθρώπου που ανησυχεί μπροστά στο κακό με τα σατιρικά και κωμικά στοιχεία που πλαισιώνουν τη στεγνή συμπεριφορά του.