Ας ακολουθήσουμε την παραίνεση της Φράνσις Μακντόρμαντ και ας πάμε να παρακολουθήσουμε το Nomadland, το αριστούργημα που κέρδισε Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας και Σκηνοθεσίας για την Κλόι Ζάο και Α’ Γυναικείου Ρόλου (το τρίτο για την κορυφαία ηθοποιό) εκεί που του αξίζει και του αρμόζει: στη μεγάλη αίθουσα, «ώμο με ώμο με τον διπλανό μας».

 

Η Φερν πρωταγωνιστεί. Δούλευε σε εργοστάσιο γυψοσανίδων, που έκλεισε. Είχε ένα σύζυγο που πέθανε. Στο ασήμαντο, φθίνον Εμπάιρ της Πολιτείας της Νεβάδα. Μια ανάσα από το πάμφωτο τσίρκο του Λας Βέγκας. Φόρτωσε το λιγοστό της βιος σε ένα μεταχειρισμένο τροχόσπιτο. Και πήρε τους δρόμους ‒ ή τον δρόμο, ανάλογα με την ερμηνεία της βασικά αχαρτογράφητης διαδρομής της. Η διαφορά, ελάχιστη ίσως, παραπέμπει στην αποφασιστικότητα και την αφοσίωσή της. Οι περιστάσεις την οδήγησαν στη νομαδική ζωή, αλλά δεν πρόκειται για επιλογή που μοιάζει με λάθος που θα μετανιώσει σύντομα, ακόμα και όταν οι δυσκολίες αναπόφευκτα θα την πιέσουν.

 

Εξηντάρα, απέριττη, φύση ευχάριστη και με τον τρόπο της κοινωνική, παρά τη μοναχικότητα του (anti)lifestyle της, η Φερν ας πούμε πως τα φέρνει βόλτα με εποχικές δουλίτσες που ενισχύουν τις πενιχρότατες οικονομίες της. Πρώην αναπληρώτρια δασκάλα, βρίσκει συχνά δουλειά στο γιγαντιαίο κατάστημα, σύγχρονο καθεδρικό ναό της Amazon στη Νεβάδα, πακετάροντας δέματα ‒ κανονική εργάτρια στη γραμμή παραγωγής, που διατηρεί εξαιρετικές σχέσεις με τους συναδέλφους της, θυμάται πρόσωπα και ονόματα και δεν έχει πρόβλημα να ξαναπιάσει το πόστο της, όποτε παραστεί ανάγκη. Γενικά η Φερν δεν έχει πρόβλημα, εκτός από πόνους στα γόνατα. Αγόγγυστα δουλεύει, στωικά «παύει». Στα δικά μας μάτια, σίγουρα απέχει από τη μεγάλη ζωή. Αλλά όσο αναπνέει, απολαμβάνει και ανησυχεί, και παίρνει μια απόσταση ασφαλείας από τις δεσμεύσεις και τις εντάσεις, το κοινώς εννοούμενο δράμα της καθημερινότητας και των μεγαλεπήβολων στόχων.

 

Αυτή η απόσταση, σταδιακά, απαλά καταρρίπτεται. Είναι εξαίσια η αποκατάσταση της επαφής, κυρίως με τα μάτια. Στην αρχή της ταινίας σχεδόν κανένα βλέμμα δεν ακουμπά το απέναντι. Σιγά-σιγά διασταυρώνονται και συνομιλούν, ένα επίτευγμα ακόμα για τη μεγαλειώδη δύναμη της αγέρωχης, λακωνικής εκφραστικότητας της Φράνσις Μακντόρμαντ. Η έντασή της δεν γίνεται ποτέ επιθετική: ακούει με προσοχή, αφουγκράζεται, συναισθάνεται το τοπίο και μας χαρίζει την καταγωγή της μέσα από μικρές αποκαλύψεις που φανερώνουν την πεισματάρικη ηθική της στάση.

 

Διότι η Χώρα των Νομάδων έχει πλοκή, μέσω της Φερν, ενώ την ίδια στιγμή ενσωματώνει αισθητικά και σε επίπεδο περιεχομένου αυθεντικούς ήρωες των ερημότοπων, άνδρες και γυναίκες που ταξιδεύουν και κατασκηνώνουν με τα οχήματά τους σε μια κατοικία που για τους αστούς φαντάζει λυόμενη και προσωρινή, αλλά για εκείνους είναι κανονική. Η ταινία πραγματεύεται τους άσπιτους, αλλά όχι άστεγους, και, ευτυχώς, η αντίδραση των υπόλοιπων, δηλαδή περιστασιακών χαρακτήρων δεν γίνεται χριστιανικά ελεήμων ούτε φιλεύσπλαχνα συγκαταβατική, αλλά περιέχει αλήθεια και πραγματικό νοιάξιμο.