Στις αρχές της περασμένης δεκαετίας υπήρχε ένα trend, σύμφωνα με το οποίο οι ήρωες των παραμυθιών μετατρέπονταν σε πολεμιστές για τις ανάγκες της κινηματογραφικής διασκευής των περιπετειών τους. Η Κρουέλα θεμελιώνει ένα νεότερο trend, που είδαμε και στη Maleficent, κατά το οποίο οι κακοί των παραμυθιών «διαβάζονται» ξανά ως παρεξηγημένοι αντι-ήρωες. Έτσι, η Κρουέλα ντε Βιλ, από τους πιο απολαυστικά μοχθηρούς κακούς που έπλασε το επιτελείο του Γουόλτ Ντίσνεϊ, αποκτά backstory κι έναν λόγο για να μισεί τα σκυλάκια Δαλματίας, σε μια άστοχη σεναριακή απόπειρα να εξηγηθεί η εμμονή της μαζί τους.

 

Παρακάμπτοντας την εύλογη απορία γιατί πρέπει σώνει και καλά ένας κακός παραμυθιού να έχει κάποιο λόγο, πέραν της ματαιοδοξίας και της μοχθηρίας του, για να βλάψει τους ήρωες, το φιλμ του Κρεγκ Γκίλεσπι συνιστά ένα σε γενικές γραμμές ευχάριστο ξεστράτισμα από τις συνήθεις live action διασκευές ντισνεϊκών animations, που απλώς αναπλάθουν καρέ-καρέ τα original, στερώντας τους τελικά τη μαγεία.

 

Ο Γκίλεσπι επαναλαμβάνει τους σκορσεζισμούς του I, Tonya σε επίπεδο αισθητικής –όχι θεματικών και σημειολογίας‒, η Έμα Στόουν βρίσκει τις ερμηνευτικές ισορροπίες μεταξύ άγγελου και δαίμονα, η Έμα Τόμσον σχεδιάζει το πατρόν στο οποίο θα πατήσει ο χαρακτήρας της Κρουέλα στη συνέχεια, ο κωμικός θησαυρός, που λέγεται Πολ Γουόλτερ Χάουζερ παίρνει το μερίδιο φιλμικού χρόνου που του αναλογεί, αλλά αιχμή του δόρατος της ταινίας αποτελεί μάλλον το ενδυματολογικό οφθαλμόλουτρο – δεδομένη η οσκαρική υποψηφιότητά στην κατηγορία, αν όχι και η νίκη.